Σύμφωνα με τη διδασκαλία της Εκκλησίας μας, από τους Αποστολικούς ακόμα χρόνους, η αίρεση έχει καταστρεπτικές συνέπειες για τον άνθρωπο. Τον απομακρύνει από τον Θεό και τον οδηγεί στην απώλεια. Γι’ αυτό και ο ίδιος ο Κύριος και οι Απόστολοι είναι ιδιαίτερα αυστηροί με τις «αιρέσεις απωλείας»[1].
Οι Πατέρες της Εκκλησίας επισημαίνουν το μεγάλο κίνδυνο και ακολουθώντας τις Αποστολικές συστάσεις[2] καλούν τους χριστιανούς και μάλιστα τους ακατάρτιστους στην πίστη να μην έχουν καμία σχέση με αιρετικούς, διότι ο κίνδυνος για τη σωτηρία τους είναι βέβαιος.[3]
Δυστυχώς όμως πολλοί, μη έχοντας ουσιαστική σχέση με το πνεύμα των Πατέρων και με τη ζωή της Εκκλησίας μας, βλέπουν πίσω από τις απαγορεύσεις αυτές μίσος και εχθρότητα της Εκκλησίας προς τους αιρετικούς. Ο Αγ. Νεκτάριος όμως πολύ περιεκτικά συγκεφαλαιώνοντας την Ορθόδοξη διδασκαλία μας προτρέπει: «Αποτρέπου την απιστίαν και την αίρεσιν και το σχίσμα, όχι τον άπιστον και τον αιρετικόν και τον σχίστην, όχι τον άνθρωπον. Αποστρέφου την γνώμην, όχι την φύσιν. Δι’ εκείνην είναι αλλότριος και διάφορος, είναι αποστροφής και μίσους υπόδικος. Δια τοιαύτην είναι οικείος και πλησίον, είναι ελέους και συμπαθείας, πολλάκις δε και κηδεμονίας και περιθάλψεως άξιος»[4]. «Οι απαγορεύσεις περί πολυποίκιλης επικοινωνίας με αιρετικούς πήγαζαν ουσιαστικά απότην αγάπη της Εκκλησίας. Η Εκκλησία δηλαδή προσπαθούσε αφ’ ενός να διαφυλάξει τα υγιά μέλη της από την ψυχοκτόνο ασθένεια των κακοδόξων, αφ’ ετέρου δε να προβληματίσει τους τελευταίους με τη στάση της και να τους κάνει να καταλάβουν ότι βρίσκονται σε εσφαλμένο δρόμο. Η αποχή δηλαδή από την κοινωνία μαζί τους είχε ταυτόχρονα και παιδαγωγικό χαρακτήρα»[5].
Μελετώντας την Πατερική διδασκαλία για τις σχέσεις μας με τους αιρετικούς βλέπουμε ότι οι Άγιοί μας είναι ιδιαίτερα αυστηροί και κατηγορηματικοί στηναπαγόρευση επικοινωνίας με τους αιρετικούς ή σχισματικούς[6] σε θέματα Λατρείας και κοινής προσευχής. Οι σχετικές αναφορές των Πατέρων είναι πολυπληθείς[7]. Στο παρόν άρθρο δε θα αναφερθούμε στις Πατερικές μαρτυρίες, αλλά αποκλειστικά και μόνο στην Κανονική Παράδοση της Εκκλησίας μας για το θέμα της συμπροσευχής με αιρετικούς και μάλιστα για την κατ’ ακρίβεια εφαρμογή των Ι. Κανόνων.
Α. Τι είναι και τι δεν είναι συμπροσευχή
Όμως τι σημαίνει «συμπροσευχή»; Στην αρχαία ελληνική γραμματεία, κατά τον Ιω. Σταματάκο, «συνεύχομαι» σημαίνει «εύχομαι (προσεύχομαι) από κοινού μετά τινός, ενώνω τας ευχάς μου με τας δικάς του»[8]. Στην Πατερική γραμματεία, σύμφωνα με τον G.W.H.Lampe[9] «συμπροσεύχομαι» σημαίνει “pray together, pray with”, ενώ το «συνεύχομαι» σημαίνει α) «pray with, pray together» (=προσεύχομαι μαζί) και β) “wish one well” (=εύχομαι να είσαι καλά).
Περαιτέρω θα μπορούσαμε να πούμε ότι έχουμε συμπροσευχή όταν:
1. Υπάρχει σύμπτωση τόπου και χρόνου στην προσευχή [10] (αναγκαία, αλλά όχι ικανή συνθήκη).
2. Υπάρχει κοινή βούληση για τον ίδιο σκοπό, για την τέλεση προσευχής[11] (ικανή και αναγκαία συνθήκη).
3. Συμμετέχουμε στην εξέλιξη της προσευχής, με τη χρήση κοινού προγράμματος λατρείας (π.χ. κοινό το περιεχόμενο των ευχών ή ύμνων, ανταπόκριση στις κελεύσεις του λειτουργού[12], ένδυση λειτουργικών αμφίων για τους κληρικούς) (ικανή αλλά όχι αναγκαία συνθήκη
4. Συμπερασματικά: Όταν με την όλη μας αναστροφή (λόγια, έργα, συμπεριφορά) επιδιώκουμε να δώσουμε την εντύπωση στους άλλους ότι επιθυμούμε να συμμετέχουμε και εμείς στη λατρεία τους.
Σύμφωνα λοιπόν με τα ανωτέρω δε συντελείται συμπροσευχή όταν έχουμε επίσκεψη ή παρακολούθηση κάποιας θρησκευτικής τελετής για επιστημονικούς, τουριστικούς, εθιμοτυπικούς ή κοινωνικούς και μόνο λόγους [13].
Β. Οι Ιεροί Κανόνες για τη συμπροσευχή με αιρετικούς
Οι Ι. Κανόνες της Εκκλησίας, με οικουμενικό κύρος, που αναφέρονται στην απαγόρευση συμπροσευχής με αιρετικούς είναι:
1. Κανών Ι' των Αγ. Αποστόλων: "Ει τις ακοινωνήτω, καν εν οίκω συνεύξηται, ούτος αφοριζέσθω"
2. Κανών ΙΑ΄ των Αγ. Αποστόλων: "Ει τις καθηρημένω, κληρικός ων, κληρικώ συνεύξηται, καθαιρείσθω και αυτός".
3. Κανών ΜΕ' των Αγ. Αποστόλων: "Επίσκοπος, ή Πρεσβύτερος, ή Διάκονος αιρετικοίς συνευξάμενος, μόνον, αφοριζέσθω, ει δε επέτρεψεν αυτοίς,ως Κληρικοίς ενεργήσαί τι, καθαιρείσθω"
4. Κανών ΞΔ' των Αγ. Αποστόλων: "Ει τις Κληρικός, ή Λαϊκός εισέλθοι εις συναγωγήν Ιουδαίων, ή αιρετικών προσεύξασθαι, και καθαιρείσθω, και αφοριζέσθω"
5. Κανών ΟΑ' των Αγ. Αποστόλων: "Ει τις Χριστιανός έλαιον απενέγκοι εις ιερόν εθνών, ή εις συναγωγήν Ιουδαίων εν ταις εορταίς αυτών, ή λύχνους άπτοι, αφοριζέσθω"
6. Κανών ΣΤ' της εν Λαοδικεία Τοπικής Συνόδου: "Περί του, μη συγχωρείν τοις αιρετικοίς εισιέναι εις τον οίκον του Θεού, επιμένοντας τη αιρέσει"
7. Κανών Θ' της εν Λαοδικεία Τοπικής Συνόδου: "Περί του, μη συγχωρείν εις τα κοιμητήρια, ή εις τα λεγόμενα μαρτύρια πάντων των αιρετικών απιέναι τους της Εκκλησίας, ευχής ή θεραπείας ένεκα, αλλά τους τοιούτους, εάν ώσι πιστοί, ακοινωνήτους γίνεσθαι μέχρι τινός, μετανοούντας δε, και εξομολογουμένους εσφάλθαι, παραδέχεσθαι"
8. Κανών ΛΒ' της εν Λαοδικεία Τοπικής Συνόδου: "Ότι ου δεί αιρετικών ευλογίας λαμβάνειν, αίτινές εισιν αλογίαι μάλλον, ή ευλογίαι"
9. Κανών ΛΓ' της εν Λαοδικεία Τοπικής Συνόδου: "Ότι ου δεί αιρετικοίς ή σχισματικοίς συνεύχεσθαι"
10. Κανών ΛΔ' της εν Λαοδικεία Συνόδου. Ότι ου δεί πάντα χριστιανόν εγκαταλείπειν μάρτυρας Χριστού και απιέναι προς τους ψευδομάρτυρας, τουτέστιν αιρετικών, ή αυτούς προς τους προειρημένους αιρετικούς γενομένους· Ούτοι γαρ αλλότριοι του Θεού τυγχάνουσιν. Έστωσαν ουν ανάθεμα οι απερχόμενοι προς αυτούς.
11. Κανών ΛΖ' της εν Λαοδικεία Τοπικής Συνόδου: "Ότι ου δεί παρά των Ιουδαίων ή αιρετικών τα πεμπόμενα εορταστικά λαμβάνειν, μηδέ συνεορτάζειν αυτοίς"
12. Κανών Θ' του Τιμοθέου Αλεξανδρείας: "Ερώτησις. Ει οφείλει Κληρικός εύχεσθαι, παρόντων Αρειανών, ή άλλων αιρετικών; ή ουδέν αυτόν βλάπτει, οπόταν αυτός ποιή την ευχήν, ήγουν την προσφοράν; Απόκρισις. Εν τη θεία αναφορά ο Διάκονος προσφωνεί προ του ασπασμού. "Οι ακοινώνητοι περιπατήσατε." Ουκ οφείλουσιν ουν παρείναι, ει μη αν επαγγέλλωνται μετανοείν και εκφεύγειν την αίρεσιν"
Στους πιο πάνω κανόνες θα πρέπει να προστεθούν και οι:
13. Κανών β’ της εν Αντιοχεία Συνόδου: "Πάντας τους εισιόντας εις την Εκκλησίαν και των ιερών Γραφών ακούοντας, μη κοινωνούντας δε ευχής άμα τω λαώ ή αποστρεφομένους την αγίαν μετάληψιν της ευχαριστίας κατά τινα αταξίαν, τούτους αποβλήτους γίνεσθαι της Εκκλησίας, έως αν εξομολογησάμενοι και δείξαντες καρπούς μετανοίας και παρακαλέσαντες τυχείν δυνηθώσι συγγνώμης, μη εξείναι δε κοινωνείν τοις ακοινωνήτοις, μηδέ κατ' οίκους συνελθόντας συνεύχεσθαι τοις μη τη εκκλησία συνευχομένοις, μηδέ μη συναγομένοις. Ει δε φανείη τις των επισκόπων, ή πρεσβυτέρων, ή διακόνων, ή τις του κανόνος τοις ακοινωνήτοις κοινωνών, και τούτον ακοινώνητον είναι, ως αν συγχέοντα τον κανόνα της Εκκλησίας".
14. Κανών Α' της Δ' Οικουμενικής Συνόδου, (επικυρώνει τους Κανόνες των εν Λαοδικεία και Αντιοχεία Τοπικών Συνόδων και του Αγ. Τιμοθέου Αλεξανδρείας)
15. Κανών Β' της ΣΤ' Οικουμενικής Συνόδου, (επικυρώνει τους Αποστολικούς Κανόνες, τους κανόνες των εν Λαοδικεία και Αντιοχεία Τοπικών Συνόδων και του Αγ. Τιμοθέου Αλεξανδρείας).
16. Κανών Α' της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου (επικυρώνει τους Αποστολικούς Κανόνες, τους κανόνες των εν Λαοδικεία και Αντιοχεία Τοπικών Συνόδων και του Αγ. Τιμοθέου Αλεξανδρείας).
Από την απλή παράθεση των Κανόνων γίνονται σαφή τα εξής:
1. Για τους Πατέρες είναι ιδιαίτερα κρίσιμο από πνευματικής απόψεως το θέμα της επικοινωνίας με αιρετικούς στα πλαίσια της προσευχής και της Θ. Λατρείας. Αυτό είναι εμφανές από το μεγάλο αριθμό των κανόνων που διαπραγματεύονται το θέμα αυτό.
2. Το θέμα της συμπροσευχής με αιρετικούς απασχολεί διαχρονικά την Εκκλησία. Γι’ αυτό και οι σχετικοί απαγορευτικοί κανόνες καλύπτουν χρονικά ολόκληρη την περίοδο που συντασσόταν το Κανονικό Δίκαιό της.
3. Προφανώς οι παραβάσεις των κανονικών αυτών διατάξεων ήταν συχνές. Η Εκκλησία όμως εμμένει, επανέρχεται και επαναδιατυπώνει τις ίδιες απαγορεύσεις.
4. Οι κανονικές διατάξεις είναι σαφείς, απόλυτες και κατηγορηματικές στην απαγόρευση συμμετοχής σε κοινή προσευχή και λατρεία με αιρετικούς ή σχισματικούς.
Γ. «Προφάσεις εν αμαρτίαις» και συμπροσευχαίς!
Βέβαια, παρά τη σαφή και κατηγορηματική απαγόρευση της μετά των αιρετικών ή σχισματικών συμπροσευχής, ορισμένοι Ορθόδοξοι – για ποικίλους λόγους – συμμετέχουν σε κοινές λατρευτικές εκδηλώσεις με αιρετικούς (και ιδιαιτέρως στην εποχή μας με Παπικούς). Πως θα ξεπεράσουν όμως την πάγια κανονική τάξη της Εκκλησίας που απαγορεύει αυτήν τη συμπεριφορά;
Οι δικαιολογίες – με "θεολογικό" περιεχόμενο – που επιστρατεύονται είναι κυρίως οι εξής:
1. Οι παπικοί δεν είναι αιρετικοί, αλλά σχισματικοί, άρα δεν απαγορεύεται να έχουμε κοινή λατρεία μαζί τους![14]
2. Όταν οι κανόνες αναφέρονται σε συμπροσευχή εννοούν μόνο τη συμμετοχή στο «κοινό Ποτήριο», ή την συμμετοχή των κληρικών (Ορθοδόξων και αιρετικών) στη Θ. Ευχαριστία, δηλαδή απαγορεύεται μόνο το συλλείτουργο[15]. Οι άλλες συμπροσευχές δεν απαγορεύονται!
3. Οι κανόνες αυτοί, επειδή δεν εφαρμόζονται πλέον, έπαψαν να ισχύουν και η Εκκλησία οφείλει να τους καταργήσει και τυπικά[16].
4. Στα πλαίσια της ποιμαντικής διακρίσεως δικαιούται η Εκκλησία να εφαρμόζει την «εκκλησιαστική οικονομία» και να συμπροσεύχεται με αιρετικούς.
1. Ομόφωνη η γνώμη των Αγίων: Ο ΠΑΠΙΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΙΡΕΣΗ!
Αναφορικά με την πρώτη "δικαιολογία", έχουμε σε άλλη σύντομη εργασία σημειώσει[17] ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία μας, όπως εκφράζεται μέσα από τηνομόφωνη γνώμη των Πατέρων (consesus patrum), εγκρίτων Κανονολόγων και Θεολόγων και κυρίως τις αποφάσεις Τοπικών Συνόδων (με τη συμμετοχή όλων των Πατριαρχών της Ανατολής), από την εποχή του Σχίσματος μέχρι σήμερα, δέχεται χωρίς καμία επιφύλαξη ότι Ο ΠΑΠΙΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΙΡΕΣΗ!Αλλά και σχισματικοί να είναι οι Παπικοί και πάλι η συμπροσευχή μαζί τους κατ’ ακρίβεια απαγορεύεται![18] Το αν κάποιος – όποιος και αν είναι αυτός – δεν αποδέχεται τη σαφή και πάγια διδασκαλία της Εκκλησίας μας, ότι ο Παπισμός είναι αίρεση, είναι θέμα προσωπικής του επιλογής και ευθύνης. Ίσως αυτός να γνωρίζει περισσότερα από τους … Αγίους, να είναι ανώτερος των … Συνόδων ή να έχει ιδιαίτερη … αποκάλυψη, η οποία του παρέχει το δικαίωμα να αποφαίνεται ex cathedra ... "αλαθήτως" αλλά και … αυθαιρέτως!
2. Συμπροσευχή σημαίνει μόνο συμμετοχή στο «κοινό Ποτήριο» και σε συλλείτουργο ;
Ας δούμε όμως λίγο πιο αναλυτικά τη δεύτερη δικαιολογία ότι τάχα οι Ι. Κανόνες όταν ομιλούν για συμπροσευχή εννοούν μόνο τη συμμετοχή στο «Κοινό Ποτήριο» της Θ. Ευχαριστίας, ή το συλλείτουργο, δηλ. την τέλεση κοινής Θ. Λειτουργίας Ορθοδόξου κληρικού με αιρετικό.
Α. Η έννοια του «συνεύχεσθαι» στην Αγ. Γραφή, τους Πατέρες και τη θύραθεν γραμματεία.
Αναφερθήκαμε ήδη στην έννοια του «συνεύχεσθαι» στη θύραθεν γραμματεία και τους Πατέρες. Εδώ να σημειώσουμε ότι στην Καινή Διαθήκη απαντάται μόνο το ρήμα «εύχεσθαι»[19], όπου σε καμία περίπτωση δεν υπονοείται η τέλεση Θ. Λειτουργίας, αλλά μόνο προσευχής ή απλής ευχής. Παρόμοιες είναι και οι αναφορές στην μετάφραση των Ο΄ στην Π. Δ.
Κατά συνέπεια, δεν βρίσκει έρεισμα ούτε στην Αγ. Γραφή, ούτε στην πατερική ή θύραθεν γραμματολογία η ερμηνεία ότι «συνεύχομαι» ή «συμπροσεύχομαι» σημαίνει αποκλειστικά τη συμμετοχή όχι σε απλή κοινή προσευχή, αλλά στην τέλεση θ. Ευχαριστίας.
Β. Η έννοια του «συνεύχεσθαι» στους ίδιους τους Ι. Κανόνες
Επίσης, μελετώντας προσεκτικά τα ίδια τα κείμενα των κανόνων προκύπτει σαφέστατα ότι οι Πατέρες απαγορεύουν όχι μόνο τη συμμετοχή σε κοινή Θ. Ευχαριστία, αλλά και την απλή προσευχή μαζί με αιρετικούς:
· Όταν ο Κανόνας Ι' των Αγίων Αποστόλων επιβάλλει αφορισμό σε όποιον "καν εν οίκω συνεύξηται", με ακοινώνητον (αιρετικό ή αφορισμένο), προφανώς εννοεί την απλή συμπροσευχή και όχι την τέλεση Θ. Λειτουργίας, διότι τέλεση Θ. Λειτουργίας εν οίκω απαγορεύεται αυστηράσύμφωνα με τον Κανόνα ΝΗ' της εν Λαοδικεία Συνόδου.[20] Άρα με το "καν εν οίκω συνεύξηται" εννοεί οποιαδήποτε απλή συμπροσευχή. Ο παραβαίνων αυτόν τον κανόνα «αφοριζέσθω»!
· Ο Κανόνας ΜΕ' των Αγίων Αποστόλων είναι σαφής και αντιδιαστέλλει πλήρως την απλή συμπροσευχή με αιρετικούς από την τέλεση οποιασδήποτε ιερατικής πράξεως, άρα και Θ. Ευχαριστίας: "Επίσκοπος, ή Πρεσβύτερος, ή Διάκονος αιρετικοίς συνευξάμενος, μόνον,αφοριζέσθω, ει δε επέτρεψεν αυτοίς, ως Κληρικοίς ενεργήσαί τι, καθαιρείσθω". Άλλωστε περί της «Θ. Ευχαριστίας» των αιρετικών αναφέρεται ο επόμενος Κανόνας ΜΣτ’ των Αγ. Αποστόλων, ο οποίος προστάζει ότι όποιος Κληρικός την αποδεχθεί να καθαιρείται, διότι «τις γαρ συμφώνησις Χριστώ προς Βελίαρ ή τις μερίς πιστώ μετά απίστου».
· Όταν ο κανών ΞΔ' των Αγίων Αποστόλων απαγορεύει την είσοδο σε Ιουδαϊκή ή αιρετική σύναξη με σκοπό την προσευχή («προσεύξασθαι»), δεν εννοεί ασφαλώς τη συμμετοχή σε κοινή Θ. Ευχαριστία και σε «κοινό Ποτήριο», διότι στην Ιουδαϊκή Συναγωγή ποτέ δεν τελείται Θ. Ευχαριστία, ούτε μπορεί να υπάρξει «κοινό Ποτήριο»! Ασφαλώς εννοεί την απλή προσευχή και αυτή απαγορεύει.
· Μόνο ο Αγ. Τιμόθεος Αλεξανδρείας στον Θ' κανόνα του ταυτίζει την «ευχή» με την Θ. Ευχαριστία. Αλλά και εδώ, επειδή περιορίζει την έννοια της «ευχής» μόνο στη Θ. Λειτουργία, και όχι σε οποιαδήποτε προσευχή, αισθάνεται την ανάγκη να το διευκρινίσει σημειώνοντας: «οπόταν αυτός ποιή την ευχήν,ήγουν την προσφοράν». Πάντως πρέπει να σημειώσουμε με έμφαση ότι ο κανόνας αυτός που αναφέρεται στην ευχαριστηριακή προσευχή, δεν αναφέρεται σε συλλείτουργο, αλλά σε απλή παρουσία αιρετικών σε Θ. Λειτουργία, τη οποία και απαγορεύει ρητά, «ουκ οφείλουσιν ουν παρείναι».
Γ. Απόψεις εγκρίτων κανονολόγων και ερμηνευτών.
Εκτός της ανωτέρω απλής προσεγγίσεως των ιδίων των κειμένων των Ι. Κανόνων, όλοι οι έγκριτοι κανονολόγοι αναγνωρίζουν ότι κατά ακρίβεια με βάση τους Ι. Κανόνες δεν επιτρέπεται όχι μόνο η συμμετοχή σε κοινή προσευχή, όταν τελείται η Θ. Ευχαριστία, αλλά ούτε και οποιαδήποτε απλή προσευχή, από οιονδήποτε Ορθόδοξο κληρικό ή λαϊκό. Ενδεικτικά αναφέρω:
o Θεόδωρος Βαλσαμών (πατριάρχης Αντιοχείας):
§ «Εκλαβού το συνεύξασθαι εις το απλώς κοινωνήσαι, και το ημερώτερον διατεθείναι επί τη ευχή του αιρετικού. Τους γαρ τοιούτους ως μύση (βδέλυγμα) βδελύττεσθαι, ου μην οικειούσθαι οφείλομεν».[21]
§ «Σαφής ο κανών. Ου γαρ συγχωρεί τοις αιρετικοίς επιμένουσι τη αιρέσει συνεκκλησιάζειν μετά Ορθοδόξων».[22]
§ «Ακούων δε του κανόνος του λέγοντος ακοινωνήτους είναι τους επισκόπους και λοιπούς ιερωμένους τους συνευχομένους τοις ακοινωνήτοις, μη είπης εξ αντιδιαστολής ανευθύνους είναι τους λαϊκούς παρά τον κανόνα ποιούντας. Και ούτοι γαρ αφορισθήσονται κατά τον Ι΄ Αποστολικόν Κανόνα τον μη διαστέλλοντα κληρικούς και λαϊκούς».[23]
§ «Αιρετικός, εστί … ο μικρόν γουν εκκλίνων της Ορθοδόξου πίστεως. Επεί γουν πάντες οι απαριθμηθέντες εις την παρούσαν ερώτησιν (Λατίνοι, Αρμένιοι, Μονοθελήτες, Νεστοριανοί), ου δια μικρόν τι αλλά δια πλάτος μέγα δυσδιεξίτητον εκ της των Ορθοδόξων Εκκλησίας απεξενώθησαν, πάντως ουδέ χάριν αναδοχής παίδων πνευματικών, μεσιτευομένης δι’ αγίων ευχών και αγιασμάτων πολλών, ημίν συγκοινωνήσουσιν, ίνα μη και αυτοί ακοινωνησία κατακριθώμεν κατά τον κανόνα τον λέγοντα ο κοινωνών ακοινωνήτω και αυτός ακοινώνητος εστίν».[24]
§ ΙΕ΄ ερώτησις του Αγιωτάτου Πατριάρχου Αλεξανδρείας Κυρίου Μάρκου: «ακινδύνως ιερουργήσει τις ή συνεύξεται μετά αιρετικών, Ιακωβιτών δηλαδή και Νεστοριανών, εις Εκκλησίαν αυτών, είτε μην και ημετέραν ; ή κοινής μετ’ αυτών μετάσχη τραπέζης ; ή ποιήσει ανάδοχον εκ του Αγίου Βαπτίσματος; Ή κατοιχωμένων ποιήσει μνημόσυνα ; ή μεταδώσει των θείων αγιασμάτων αυτοίς. Η στενοχωρία γαρ του τόπου πολλά τοιαύτα ποιεί και ζητώ το ποιητέον».
Απόκρισις Θεοδώρου Βαλσαμών: «Δια τούτο (μνημονεύει τους κανόνες που απαγορεύουν την συμπροσευχή με αιρετικούς) και ημείς ψηφιζόμεθα, μη μόνον αφορισμώ και καθαιρέσει καθυποβάλλεσθαι τους λαϊκούς τε και κληρικούς, συνευχομένους αυτοίς ιερατικώς, ή μην και συνεσθίοντας, αλλά και μειζόνως κολάζεσθαι, κατά την των ρηθέντων θείων κανόνων περίληψιν. Η γαρ στενοχωρία των τόπων, και ο των αιρετικών πληθυσμός, της ορθοδόξου πίστεως ου μετήμειψε την ακεραιότητα».[25]
§ «Ει ουν οι κατηχούμενοι ουκ εώνται παρείναι τελουμένης της θείας θυσίας, πως αιρετικοί εαθήσονται, ει μη που επαγγέλλονται, φησί, μετανοείν και αφίστανται της αιρέσεως. Και τότε δε, οίμαι, ουκ εντός του Ναού παραχωρηθήσονται είναι, αλλ’ έξω μετά των κατηχουμένων. Ως, ει μη επαγγέλλονται αφίστασθαι της αιρέσεως, ουδέ τοις κατηχουμένοις συστήσονται, αλλ’ εκδιωχθήσονται».[26]
o Ιωάννης Ζωναράς:
§ «Τους αιρετικούς και τας εκείνων τελετάς υπό των ορθοδόξων βδελύττεσθαι χρη., μάλλον δε ελέγχεσθαι και νουθετείσθαι παρά των επισκόπων και πρεσβυτέρων».[27]
§ «Μέγα αμάρτημα ο κανών ηγείται, το Χριστιανόν εις Ιουδαίων συναγωγήν ή αιρετικών χάριν προσευχής εισιέναι. Τις γαρ συμφώνησις Χριστώ προς Βελίαρ; Ή τις μερίς πιστώ μετά απίστου κατά τον μέγαν Απόστολον ; Η δε των αιρετικών σύναξις, εναντία τοις Ορθοδόξοις πρεσβευόντων, κακείνη ου τιμητέα ορθοδόξοις, μάλλον μεν ουν και αποβλητέα. Τινές μεν ουν ως μεγάλα αμαρτάνοντας τους εισιόντας εις τας τοιαύτας συναγωγάς δι’ ευχήν, διπλή φασί τιμωρία τον κανόνα τούτον υπάγειν».[28]
§ «Ο ακοινωνήτω συνευξάμενος ή καθηρημένω, δια τους ήδη γεγραμμένους κανόνας υπό επιτίμιον εστίν … καν γαρ μη τα εκείνων φρονή, αλλά γεπολλοίς σκανδάλου δίδωσιν αφορμήν και υπόνοιαν καθ’ εαυτού ως τας Ιουδαϊκάς τιμών τελετάς. Άμα δε και μιαίνεσθαι πιστεύεται τη εκείνων συναναστροφή».[29]
§ «Οι αιρέσει περιπεσόντες και μένοντες εν αυταίς, της Εκκλησίας εξοστρακίζονται, ως ταύτης αλλότριοι . Πως ουν εις τον οίκον του Θεού συγχωρηθήσονται εισιέναι;»[30]
o Αλέξιος Αριστινός:
§ «Ο εισελθών εις συναγωγήν Ιουδαίων ή αιρετικών και προσευξάμενος μετ’ αυτών».[31]
§ «Αιρετικοίς το ιερόν ανεπίβατον. ου συγχωρούνται αιρετικοί εις τον οίκον του Θεού εισιέναι»[32]
§ «Ουδεμία κοινωνία φωτί προς σκότος. Δια τούτο γουν ουδέ τοις αιρετικοίς ή τοις Ιουδαίοις Χριστιανός συνεορτάζει»[33]
§ «αιρετικοίς ή σχισματικοίς μη συνεύξη. Ακοινώνητος ο τούτοις συνευχόμενος»[34]
o Ματθαίος Βλάσταρης:
§ «Ο ΛΓ΄ (κανόνας της εν Λαοδικεία) αιρετικώ ή σχισματικώ όλως ημάς ουκ επιτρέπει συνεύχεσθαι»[35]
§ «Ο Β΄ κανών της εν Αντιοχεία Συνόδου, της κοινωνίας των ακοινωνήτων αποδιίστασθαι παντάπασιν ημίν εγκελεύεται, και μήτε εν οίκω τούτοις συνεύχεσθαι, μήτε εν Εκκλησία».[36]
o Αγ. Νικόδημος ο Αγιορείτης:
§ «Ο παρών κανών (ΜΕ΄ Αποστολικός) διορίζει, ότι όποιος Επίσκοπος, ή Πρεσβύτερος, ή Διάκονος ήθελε συμπροσευχηθεί μονάχα, άλλ’ όχι και να λειτουργήσει με αιρετικούς ας αφορίζεται.. Επειδή όποιος με αφορισμένους συμπροσεύχηται (καθώς τοιούτοι είναι οι αιρετικοί) πρέπει να συναφορίζεται και αυτός κατά τον Ι΄ των αυτών Αποστόλων. Ει δε και εσυγχώρησεν εις τους αιρετικούς αυτούς να ενεργήσουν κανένα λειτούργημα ωσάν κληρικοί, ας καθαίρηται, επειδή όποιος Κληρικός συλλειτουργήσει με καθηρημένους (καθώς τοιούτοι είναι οι αιρετικοί κατά τον Β΄ και Δ΄ κανόνα της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου) συγκαθαιρείται και αυτός κατά τον ΙΑ΄ των Αποστόλων».[37]
o Νικηφόρος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ο Ομολογητής:
§ «Ου χρη το καθόλου εις τοιαύτας εκκλησίας (που υπάγονται σε αιρετικούς) εισιέναι, κατά τους ειρημένους τρόπους (χάριν ευχής και ψαλμωδίας) … άμα γαρ τω εισαχθείναι την αίρεσι, απέστη ο έφορος των εκείσε Αγγελος, κατά την φωνήν του μεγάλου Βασιλείου, και κοινός οίκος ο τοιούτος χρηματίζει ναός. Και, ου μη εισέλθω, φησίν, εις Εκκλησίαν πονηρευομένων. Και ο Απόστολος τις συγκατάθεσις ναού Θεού μετά ειδώλων ;»[38]
o Μ. Φώτιος, Νομοκάνων τιτ. Γ΄ κεφ. ιε΄ και τιτ. ιβ΄κεφ. α-ιη[39].
o Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων (1848):
§ «Αποφαίνεται πάλι σήμερα συνοδικώς … ότι (ο Παπισμός) είναι αίρεση και οι οπαδοί του αιρετικοί … Επίσης οι συνάξεις που συγκροτούνται από αυτούς είναι αιρετικές και κάθε κοινωνία πνευματική των Ορθοδόξων τέκνων … με αυτούς είναι αντικανονική, όπως ορίζει ο ζ΄ κανόνας της Γ΄ Οικ. Συνόδου».[40]
o Αθηναγόρας, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως:
§ «Δέον ίνα οι Ορθόδοξοι κληρικοί αντιπρόσωποι ώσιν όσω το δυνατόν εφεκτικοί (=διστακτικοί) εν ταις λατρευτικαίς μετά των ετεροδόξων συνάξεσιν, ως αντικειμέναις προς τους ιερούς κανόνας και αμβλυνούσαις την ομολογιακήν ευθιξίαν των Ορθοδόξων, επιδιώκοντες ίνα τελώσιν, ει δυνατόν, καθαρώς ορθοδόξους ακολουθίας και τελετάς, προς εμφάνισιν ούτω της αίγλης και του μεγαλείου της ορθοδόξου λατρείας προ των ομμάτων των ετεροδόξων».[41]
Δ. Άρνηση συμπροσευχής δε σημαίνει …
Επέλεξα να ολοκληρώσω την ενδεικτική παράθεση των αναφορών και ερμηνειών στους Ι. Κανόνες με την άποψη ενός εκ των πρωτοπόρων του Οικουμενικού Κινήματος, του Πατριάρχου Αθηναγόρα, ο οποίος κάθε άλλο παρά φανατικός ή ζηλωτής θα μπορούσε να χαρακτηριστεί, για να γίνει έτι πλέον σαφές, και δι’ αυτής της μαρτυρίας, ότι η εφαρμογή της ακρίβειας, η άρνηση δηλαδή συμπροσευχής με αιρετικούς,
- Δε σημαίνει μίσος και αντιπάθεια προς τα πρόσωπα των αιρετικών[42].
- Δε σημαίνει άρνηση της έμπρακτης αγάπης [42β] και αντιλήψεως προς οιονδήποτε, ανεξάρτητα από τις θρησκευτικές του αντιλήψεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε όλα τα μοναστήρια του Αγ. Όρους που εφαρμόζεται η ακρίβεια στο θέμα της συμπροσευχής με αιρετικούς δεν υπάρχει καμία διάκριση στη μεταχείριση των Ορθοδόξων και των ετεροδόξων επισκεπτών (απολύτως ίδιες συνθήκες φιλοξενίας).[43] Όμως: στους ετεροδόξους δεν επιτρέπεται η συμπροσευχή ούτε στον Ι. Ναό, ούτε στην κοινή τραπεζαρία.
Σε τελική ανάλυση δε θα είμαστε Χριστιανοί αν δεν αγαπούμε τον «άλλον», όποιος και αν είναι αυτός. Και εχθρός μας και εχθρός του Χριστού.[44]
- Δε σημαίνει ναρκισσισμό και αλαζονεία, ότι τάχα εμείς είμαστε καλύτεροι από τους «άλλους». Μία τέτοια αντίληψη είναι ξένη προς την ορθόδοξη διδασκαλία και αλλότρια του εκκλησιαστικού ήθους και φρονήματος.
- Δε σημαίνει διακοπή του Θεολογικού Διαλόγου με τους αιρετικούς. Όταν η Εκκλησία κρίνει ότι διασφαλίζονται όλες οι προϋποθέσεις για να δίνει τη μαρτυρία της και να καλεί σε μετάνοια και επιστροφή, επιβάλλεται να συμμετέχει σε θεολογικούς διαλόγους, χωρίς όμως να υπάρχει εκτροπή από την κανονική τάξη της με τις συμπροσευχές.[45]
- Δε σημαίνει διακοπή της συνεργασίας για αντιμετώπιση κοινών κοινωνικών ή πολιτικών προβλημάτων. Ο Άγιος Νεκτάριος είναι σαφέστατος: «η δε αποχή από τούτων στρέφεται εις μόνα τα πνευματικά, τα δ' άλλα επιεικώς και φιλανθρώπως μεταχειριζόμεθα εν πάση ελευθερία την εξωτερικήν μετά τούτων συνδιατριβήν τε και κοινωνίαν, φυλάττοντες προς αυτούς πάντα τα ανθρώπινα δίκαια και καθήκοντα … φεύγε μόνην την μετά των τοιούτων πνευματικήν κοινωνίαν, αν και ο βίος ο πολιτικός σε υποχρεώνει να διασώζεις την κοσμικήν οικειότητα και συνάφειαν»[46]
Αυτή λοιπόν είναι η κατ’ ακρίβεια στάση της Εκκλησίας στο θέμα της συμπροσευχής με αιρετικούς. Υπάρχει άραγε το δικαίωμα, αν θέλουμε να έχουμε συνεπή Χριστιανική ζωή, να περιφρονούμε την Παράδοση και τη μακραίωνη ζωή της Εκκλησίας μας;
Ε. Γιατί «ου δει αιρετικοίς ή σχισματικοίς συνεύχεσθαι» ;
Ας δούμε όμως για ποιους λόγους η Εκκλησία είναι τόσο αυστηρή και κατηγορηματική στην απαγόρευση κοινής λατρείας με αιρετικούς ή σχισματικούς, ώστε να χαρακτηρίζεται η συμπροσευχή ως «μέγα αμάρτημα»;
Α΄ Λόγω της μεγάλης αγάπης προς το Θεό: ΛΟΓΟΙ ΠΙΣΤΕΩΣ
Η συμπροσευχή με αιρετικούς είναι λειτουργική, εκκλησιολογική και δογματική εκτροπή
1. Για την παράδοση και τη ζωή της Εκκλησίας μας, δηλ. την Ορθόδοξη Θεολογία, σωτηρία υπάρχει μόνο εφ’ όσον ο άνθρωπος ενταχθεί ως οργανικό μέλος στο «σώμα του Χριστού», που έχει κεφαλή τον ίδιο τον Κύριο, δηλαδή την Εκκλησία[47]. Ασφαλώς, το σώμα του Χριστού υπάρχει από την Αποστολική εποχή μέχρι σήμερα και είναι μ ο ν α δ ι κ ό . Και αυτό είναι η «ΜΙΑ, ΑΓΙΑ, ΚΑΘΟΛΙΚΗ και ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ», η Ορθόδοξη Εκκλησία. Δεν υπάρχουν πολλά σώματα, γιατί μία είναι η Κεφαλή, ο Χριστός.
2. Συνεπώς και η Θ. Λατρεία δεν είναι ατομική υπόθεση του πιστού, αλλά εντάσσεται στην οργανική ενότητα των μελών του σώματος του Χριστού. Μάλιστα, το κέντρο και η ουσία της Χριστιανικής Λατρείας είναι η Θ. Λειτουργία, στην οποία εντάσσονται και οι λοιπές ακολουθίες και τα μυστήρια της Εκκλησίας μας.[48]Με άλλα λόγια η Θ. Λειτουργία δεν είναι μία από τις προσευχές της Εκκλησίας, αλλά ταυτίζεται με την ίδια την Εκκλησία: «Σημαίνεται η Εκκλησία εν τοις μυστηρίοις»,[49] σημειώνει ο Αγ. Νικόλαος Καβάσιλας, εννοώντας τη Θ. Λειτουργία. Δηλαδή η Θεία Λειτουργία δεν είναι το μέσον για την επίτευξη της εν Χριστώ ενότητας των ανθρώπων, αλλά η ίδια η ενότητα, η φανέρωση της ήδη τελεσθείσης ενότητος στο ένα σώμα του Χριστού[50]. Γι’ αυτό καιστη Θ. Λειτουργία συμμετέχουν αποκλειστικά και μόνο όσοι δια του Βαπτίσματος έχουν ήδη ενταχθεί και παραμένουν στο σώμα του Χριστού. Ακόμα και οι κατηχούμενοι που ετοιμάζονταν να βαπτισθούν δεν μπορούσαν να παραμείνουν και να την παρακολουθήσουν. Κατά την Ορθόδοξη εκκλησιολογία είναι εντελώς αδιανόητη η οποιασδήποτε μορφής διακοινωνίας (intercommunion)[50a], διότι για την Ορθόδοξη Εκκλησία το θέμα της ευχαριστιακής κοινωνίας, της εκκλησιολογικής κοινωνίας και της κοινωνίας στην πίστη είναι αλληλένδετα [50b].
3. Επειδή λοιπόν η αίρεση είναι περιφρόνηση και αποκοπή και σε τελική ανάλυση άρνηση συμμετοχής στην Εκκλησία, στο «σώμα του Χριστού», η συμμετοχή στη λατρεία είναι όχι μόνο χωρίς νόημα, αλλά και αδιανόητη. Πως μπορώ να συμμετέχω στη λατρεία, δηλαδή στη φανέρωση της ενότητας του σώματος του Χριστού, όταν έχω επιλέξει να αποσπαστώ και να μην ανήκω σ’ αυτό; Για τον εκτός της Εκκλησίας – αιρετικό ή σχισματικό – είναι τουλάχιστον θέμα συνέπειας να μη θέλει να θεωρείται μέλος του σώματος, αφού σε τελική ανάλυση έχει συνειδητά επιλέξει ο ίδιος να αποχωρισθεί από αυτό!
Πολύ λογικά και φυσικά ερωτά ο Νικηφόρος Γρηγοράς: «Της ουν προαιρέσεως ενταυθοί μαχομένης και αλλήλων ημάς διιστώσης της των δογμάτων καινοτομίας, πως αν μίαν σχοίημεν τον Χριστόν κεφαλήν, ή πως αν αλλήλοις συνευξαίμεθα ;»[51] και ο Ζωναράς: «Οι αιρέσει περιπεσόντες και μένοντες εν αυταίς, της Εκκλησίας εξοστρακίζονται, ως ταύτης αλλότριοι. Πως ουν εις τον οίκον του Θεού συγχωρηθήσονται εισιέναι ;».[52]
Μόνο εάν εκλάβουμε την Ορθόδοξη Λατρεία ως θέαμα, χωρίς καμία ουσιαστική προσωπική συμμετοχή, νομιμοποιείται η παρουσία μη Ορθοδόξων σε αυτήν! Αλλά αλλοίμονο αν γίνει ο Ναός και η Θ. Λατρεία μας … θέατρο! Με άλλα λόγια η συμμετοχή των αιρετικών στη Θ. Λειτουργία είναι ανατροπή της ίδιας της ουσίας της, είναι λειτουργική εκτροπή.
4. Επιπλέον δε, για να συμμετάσχουμε σε κοινή Λατρεία απαραίτητη προϋπόθεση είναι η συμφωνία της πίστεως.[53] Τονίζει χαρακτηριστικά ο Αγ. Ειρηναίος: «ημών σύμφωνος η γνώμη (η ορθόδοξη πίστη) τη ευχαριστία και η ευχαριστία βεβαιοί την γνώμην … Προσφέρομεν γαρ αυτώ (τω Θεώ) τα ίδια εμμελώς κοινωνίαν και ένωσιν απαγγέλλοντες και ομολογούντες»[54]
Σύμφωνα με το Μητρ. Περγάμου Ιωάννη (Ζηζιούλα) «Η ορθοδοξία άνευ Ευχαριστίας είναι αδιανόητος», αλλά και «η Ευχαριστία άνευ ορθοδοξίας είναι αδύνατος … Η προϋπόθεσις της ορθοδοξίας δια την συμμετοχήν εις την ενότητα της Ευχαριστίας υπήρχε βεβαίως ανέκαθεν εις την Εκκλησίαν, ως μαρτυρούν αι ενσωματωμέναι εις λειτουργικά κείμενα ομολογίαι πίστεως»[55]. Αυτή η λειτουργική παράδοση φτάνει μέχρι τις ημέρες μας και απαιτεί προ της Αναφοράς την ομολογία της κοινής και ανόθευτης πίστεως, δια της απαγγελίας του συμβόλου της Πίστεως.[56] Αφού λοιπόν «η ενότης εν τη Θεία Ευχαριστία συνδυάζεται μετά της ενότητος εν τη ορθοδοξία»,[57] η τυχόν συμπροσευχή με αιρετικό αποτελεί λειτουργική εκτροπή.
5. Είναι λοιπόν προφανές ότι για την Εκκλησία μας ο λατρευτικός χώρος δεν μπορεί να χρησιμοποιείται ως χώρος απλής επικοινωνίας και κοινωνικής αναστροφής, αλλά είναι ουσιωδέστατος και άπτεται της ίδιας της φύσεώς της. Έτσι μπορούμε να ερμηνεύσουμε «τον αποτροπιασμόν, τον οποίον ησθάνοντο οι Ορθόδοξοι έναντι της από κοινού τελέσεως της Θ. Λειτουργίας μετά των ετεροδόξων, μετά των οποίων, κατά το φαινόμενον τουλάχιστον, μόλις είχον συνομολογήσει την Ένωσιν (Φερράρας-Φλωρεντίας)»[58], ή την άρνηση του Αγ. Αλεξάνδρου Αλεξανδρείας να συλλειτουργήσει με τον Άρειο.
Για τη συνείδηση των Αγίων δε χωρεί κοινωνική ευγένεια και αβροφροσύνη στη Λατρεία: η «εν Εκκλησίαις» υποδοχή και συμπροσευχή με εκπρόσωπο της αιρετικής «συναγωγής», ωσάν να ήταν κανονικός Επίσκοπος, δεν μπορεί να γίνει εκκλησιολογικά αποδεκτή, διότι έτσι νομιμοποιείται η αίρεση.
Το γεγονός της αναγνωρίσεως, εν τη λατρεία, της αιρέσεως ως κάποιας άλλης «Εκκλησίας», που υφίσταται νόμιμα – από εκκλησιαστικής απόψεως – και παράλληλα με τη «Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική» αποτελεί τη βάση για την ανάπτυξη της «θεωρίας των κλάδων»[59], που οδηγεί σε εκκλησιολογική εκτροπή.
6. Τέλος, όταν αποδέχομαι χωρίς κανένα ενδοιασμό ή περιορισμό τους αιρετικούς σε συμπροσευχή παραβλέποντας τις πολλές και ουσιώδεις διαφορές σε θέματα πίστεως, στην πράξη περιφρονώ τους αγώνες της Εκκλησίας και των Αγίων της για τη διαφύλαξη ακαινοτόμητης της πίστεώς μας, υποτιμώ την αξία του ορθού δόγματος, τελικά εξισώνω την Αλήθεια με την πλάνη. Με άλλες λέξεις θεωρώ την πλανεμένη διδασκαλία ως μία άλλη νόμιμη εκδοχή και δυνατότητα ερμηνείας της Ευαγγελικής Αλήθειας. Μια τέτοια προσέγγιση της εκκλησιαστικής ζωής ασφαλώς οδηγεί και σε δογματική εκτροπή.
Συμπερασματικά: η αυστηρή στάση των αγίων Πατέρων έναντι των συμπροσευχών με αιρετικούς είναι συνέπεια της περί Εκκλησίας διδασκαλίας τους.
Β. Λόγω της μεγάλης αγάπης προς τον άνθρωπο: ΛΟΓΟΙ ΑΓΑΠΗΣ
Η συμπροσευχή με αιρετικούς είναι ποιμαντική εκτροπή
Η βάση της Χριστιανικής ηθικής είναι η αγάπη προς τον άλλον, όποιος και αν είναι αυτός. Και αυτή την ύψιστη αρετή υπηρέτησαν οι Άγιοι της Εκκλησίας μας. Η αγάπη αυτή εκδηλωνόταν όχι μόνο στην φροντίδα τους για την κάλυψη των υλικών αναγκών, αλλά πρώτιστα για την απελευθέρωσή τους από τα δεσμά της πλάνης και του ψεύδους. Διότι ποιο το όφελος για τον άνθρωπο να κερδίσει όλον τον κόσμο, αλλά να ζει όλη του τη ζωή λάθος, με ψεύτικη ελπίδα και εσφαλμένη προοπτική ; Άλλωστε, έργο της Εκκλησίας και των Αγίων της δεν είναι η λύση του κοινωνικού προβλήματος και η αξιοπρεπής διαβίωση του λαού, αλλά κυρίως η υπέρβαση του έσχατου εχθρού του ανθρώπου, του θανάτου, δια της Αναστάσεως Ιησού Χριστού.
Αυτή η διακονία της αγάπης «εν αληθεία»[59a] και της αληθείας «εν αγάπη»[59b] υπηρετείται με την αυστηρή προσήλωση των Αγίων στην παρακαταθήκη της πίστεως που έλαβαν και στην ακριβή και αλάνθαστη μεταλαμπάδευσή της στην ιστορία. Γι’ αυτό και βλέπουμε τόση προσοχή στην διατύπωση του δόγματος και αυστηρότητα στους παραχαράκτες του αιρετικούς.
1. ΑΓΑΠΗ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΠΙΣΤΟΥΣ: Η Εκκλησία, λοιπόν, απαγορεύοντας τη συμμετοχή σε συμπροσευχές με αιρετικούς θέλει να προφυλάξει τα ίδια μέλη της και μάλιστα τους ασθενέστερους στην πίστη από την πλάνη της αιρέσεως.
α) Λέει χαρακτηριστικά ο Άγ. Νεκτάριος για όσους εύκολα μπορεί να αλλοτριωθούν στην πίστη από την αναστροφή με αιρετικούς: «η εξωτερική ακοινωνησία διασώζει την εσωτερική αλλοτριότητα»[60]
Και «αλλοτριότητα» έχουμε όταν:
§ ο πιστός αρνηθεί την ευαγγελική Αλήθεια και προσχωρήσει στη δαιμονική πλάνη,
§ αλλοιωθεί το ορθόδοξο αισθητήριο και πάψει να διακρίνει την αλήθεια από το ψέμα,
§ θεωρήσει την Εκκλησία και την αίρεση ως ισότιμους ατραπούς προς το Θεό,
§ νομίσει ότι η ορθοδοξία και οι άλλες αιρετικές ομολογίες τιμούν το ίδιο ευάρεστα το Χριστό,
§ θεωρήσει τη «μία Εκκλησία» ως μία από τις πολλές «άλλες»,
§ ταυτίσει την Ορθοδοξία με την άρνησή της.
β) Πολλές φορές, όμως, οι συμπροσευχόμενοι με αιρετικούς είναι αξιόλογοι θεολόγοι ή Επίσκοποι με μεγάλη θεολογική κατάρτιση, είναι «δυνατοί και θερμοί και στερεοί στην πίστη»[61] που κατά τεκμήριο δε διατρέχουν τέτοιο κίνδυνο «αλλοτριότητος». Όταν τέτοιος φόβος δεν υπάρχει, μήπως τότε επιτρέπεται η συμπροσευχή με αιρετικούς ;
ΑΣΦΑΛΩΣ ΟΧΙ, διότι – εκτός των άλλων λόγων:
1)η συμπεριφορά τους αυτή είναι βέβαιο ότι θα αμβλύνει στη συνείδηση του ποιμνίου τους «την έννοια της αιρέσεως ως όλως ασυμβιβάστου προς την Αλήθειαν της Εκκλησίας και ως προξένου ψυχικής απωλείας … Εάν οι ποιμένες της Εκκλησίας υιοθετήσουν μίαν συγκριτιστικήν στάσιν έναντι της αιρέσεως, το … ποίμνιον θα απωλέση την ομολογιακήν του ευαισθησίαν και ευκόλως θα υποπέση εις την αίρεσιν»[62]
2)Επιπλέον δε, η αντίθετη με τους Ι. Κανόνες συμπεριφορά του ποιμένα «καν μη τα εκείνων (των αιρετικών) φρονή, αλλά γε πολλοίς σκανδάλου δίδωσιν αφορμήν και υπόνοιαν καθ’ εαυτού»,[63] καθώς και «δια το λογίζεσθαι τούτον τοις απίστοις ομόφρονα».[64] Μία τέτοια – εσφαλμένη έστω – εντύπωση ότι ο Επίσκοπος ή ο θεολόγος είναι «τοις απίστοις ομόφρων», ότι συμφωνεί και ανέχεται την αίρεση ή δεν ορθοτομεί «τον λόγον της αληθείας», γίνεται αφορμή για την «αλλοτριότητα» των πιστών και τότε … «ουαί τω ανθρώπω εκείνω δι ου το σκάνδαλον έρχεται». Αλλοίμονο στους ποιμένες που με απρόσεκτες ενέργειές τους κλονίζουν την εμπιστοσύνη του λαού στην Ιεραρχία και τον σκανδαλίζουν! Όταν μάλιστα οι καταστάσεις οξυνθούν και οι παραβάσεις των Ι. Κανόνων γίνουν αφορμή για σχίσμα στο σώμα του Χριστού[65], τότε δεν έχει καμία ευθύνη ο «δυνατός», αλλά απρόσεκτος εκείνος ποιμένας; Αντίθετα, η τήρηση των Ι. Κανόνων προστατεύει όλους μας και δεν κάνει καμία ζημιά σε κανένα…
2. ΑΓΑΠΗ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΑΙΡΕΤΙΚΟΥΣ: Ίσως εκ πρώτης όψεως φαίνεται παράδοξο ότι η απαγόρευση των συμπροσευχών με αιρετικούς προέρχεται από την αγάπη της Εκκλησίας στους ίδιους τους αιρετικούς. Όμως:
α) Ο Αγ. Ιωαν. Χρυσόστομος είναι σαφής: «Αγάπην δείκνυσιν γνησίαν ου κοινωνία τραπέζης, ουδέ πρόσρησις υψηλή, ουδέ κολακεία ρημάτων, αλλά το διορθώσαι και σκοπήσαι το συμφέρον του πλησίον και τον πεπτωκότα διαναστήναι»[65a].
Όταν αποδέχομαι πλήρως τον αιρετικό σε συμπροσευχή, ωσάν να είναι κανονικό μέλος της Εκκλησίας, ωσάν να μη ζει μακριά από την Αλήθεια, δεν υπάρχει βεβαιότητα ότι θα εφησυχάσει και θα συνεχίζει να παραμένει στην πλάνη του; Δεν είναι σαν να συμφωνώ μαζί του ότι και έξω από τη «Μια Εκκλησία» μπορεί να υπάρχει υγιής και σωτήρια σχέση με τον Κύριό μας; Υπάρχει περίπτωση η συμπεριφορά μου αυτή να τον προβληματίσει, ώστε αυτός να επανεξετάσει την επιλογή του;
β) Όταν όμως με αγάπη, διάκριση και σεβασμό στο πρόσωπό του, του εξηγήσω τις δυσκολίες που – δυστυχώς – υπάρχουν και εμποδίζουν την πνευματική μας επικοινωνία και προπαντός την ενώπιον του Θεού παράστασή μας σε κοινή προσευχή, αν έχει καλή διάθεση, δεν υπάρχουν περισσότερες ελπίδες ο συνάνθρωπός μας να εκτιμήσει τη συμπεριφορά μας και να ωφεληθεί ουσιαστικά; Ασφαλώς αυτός θα στενοχωρηθεί – όπως και εμείς – αλλά μήπως αυτή η θλίψη εις χαράν γεννήσεται;
Όσοι έχουμε επισκεφθεί το Άγ. Όρος [65b] έχουμε ζήσει πως οι ετερόδοξοι εισπράττουν την αγάπη της Εκκλησίας μας που κρύβεται πίσω από την αυστηρότητα αυτή και δεν παρεξηγούν κανένα.[65c] Αντιθέτως, ίσως έχουμε γευθεί αλλού τις συνέπειες της πλαδαρότητας και της περιφρονήσεως της κανονικής παραδόσεως της Εκκλησίας μας …
Σε τελική ανάλυση εμείς, περιφρονώντας τη μακραίωνη εκκλησιαστική τάξη, νομίζουμε ότι δείχνουμε περισσότερη αγάπη από τη Μάνα μας Εκκλησία και τους Αγίους μας ; Ας προβληματισθούμε απλά!
3. ΑΓΑΠΗ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΔΙΑΛΟΓΟ ΜΕ ΤΟΥΣ ΕΤΕΡΟΔΟΞΟΥΣ
Τέλος, οι κατά παράβαση των Ι. Κανόνων συμπροσευχές με αιρετικούς, όχι μόνο δεν ωφελούν την Οικουμενική Κίνηση και το έργο της ενώσεως και της καταλλαγής, αλλά αντιθέτως το ζημιώνουν: α) με τη συσκότιση των πραγμάτων και το βαυκαλισμό των ετεροδόξων με κενές ελπίδες, και β) με τη μεγάλη αντίδραση εκ μέρους σοβαρών παραγόντων της Ορθοδόξου Εκκλησίας (Αρχιερείς, Αγ. Όρος, Ι. Μονές, Κληρικοί, Θεολόγοι) αλλά και μεγάλων τμημάτων του πιστού λαού [65d], που βλέπει με πολλή δυσφορία και περίσκεψη (μέχρι καχυποψίας) την προς το Κοινό Ποτήριο πορεία.[65e]. Διότι τελικά, ποιος θα διαφωνήσει ότι «η Ένωσις δύο Εκκλησιών δεν είναι ζήτημα συμπτώσεως των αντιλήψεων ολίγων ή πολλών εκατέρωθεν ατόμων, αλλά ταυτότης πίστεως του συνόλου εκατέρων εξ αυτών. Όπως επιγραμματικότατα διετυπώθη υπό του Μητροπολίτου Αθηνών Μελετίου, εν Λονδίνω κατά το έτος 1919, η Ένωσις «δεν πρέπει να είναι μία απλή συμφωνία μεταξύ των Ιεραρχών, αλλά ένωσις της πίστεως και των καρδιών του λαού».[66]
Από την άλλη πλευρά, αν οι Ορθόδοξοι κληρικοί ήσαν «όσω το δυνατόν εφεκτικοί (=διστακτικοί) εν ταις λατρευτικαίς μετά των ετεροδόξων συνάξεσιν, ως αντικειμέναις προς τους ιερούς κανόνας και αμβλυνούσαις την ομολογιακήν ευθιξίαν των Ορθοδόξων», όπως συστήνει ο Πατριάρχης Αθηναγόρας, δεν θα εύρισκαν την κατανόηση των συνομιλητών τους ετεροδόξων ; Μήπως εξ αιτίας αυτής της συνεπούς και έντιμης τακτικής θα κινδύνευε να διακοπεί ο θεολογικός Διάλογος! Ασφαλώς όχι!
Στ. Επιτρέπεται «κατ’ οικονομία» η συμπροσευχή;
Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η κατ’ ακρίβεια πράξη της Εκκλησίας μας είναι σαφής και κατηγορηματική: «ου δει αιρετικοίς ή σχισματικοίς συνεύχεσθαι». Για όσους περιφρονούν αυτήν την τάξη τα επιτίμια είναι ιδιαιτέρως σοβαρά: καθαίρεση για τους κληρικούς, αφορισμός για τους λαϊκούς. Βέβαια πολλές φορές η ποιμαντική μέριμνα και φροντίδα, αλλά και η ποιμαντική σύνεση επιβάλλουν την κατ’ οικονομίαν αναστολή της εφαρμογής κάποιων κανονικών διατάξεων χάριν της σωτηρίας των ανθρώπων. Θα πρέπει όμως να γίνει σαφές ότι αυτό πρέπει να γίνεται υπό όρους. Διότι η χρήση της Εκκλησιαστικής Οικονομίας δε σημαίνει περιφρόνηση της ακρίβειας, καταστρατήγηση των Ι. Κανόνων και αυθαιρεσία. Προπαντός, δεν μπορεί να γίνει κατ’ οικονομία σχετικοποίηση της Αλήθειας και ελαχιστοποίηση της ορθής Πίστεως.
Επειδή όμως το θέμα είναι μεγάλο και ιδιαίτερα λεπτό θα αναφερθούμε στο β΄ μέρος της εργασίας. Στη συνάφεια αυτή θα εξετασθούν και οι σχετικές απόψεις του Αγ. Ιωάννου της Κλίμακος, του Πατριάρχου Γενναδίου Σχολαρίου και των εγκρίτων κανονολόγων Δημητρίου Χωματηνού, Ιωάννη Κίτρου και Θεοφύλακτου Βουλγαρίας.
Η παρούσα εργασία αφιερούται στη μνήμη του κατηχητού Γεωργίου Ξ. Οικονόμου, του πρώτου διδάξαντός με τους Ι. Κανόνες στα μαθήματα του Μέσου Κατηχητικού Σχολείου της Αναπλαστικής Σχολής Πατρών. Ολοκληρώθηκε στην Πάτρα 15.3.2008.
Σημειώσεις
[1] Ματθ. ζ΄ 15, Πράξεις κ΄ 29, Β΄ Κορ. ια΄ 13, Β΄ Πέτρ. β΄ 1, Α΄ Ιωαν. β΄ 18, Β΄ Ιωαν. 7
[2] Τιτ. γ΄ 10, Β΄ Ιωαν. 10-11
[3] Καψάνη Γεωργ., Η ποιμαντική Διακονία κατά τους Ιερούς Κανόνας, Αθήνα 2003, σ. 155-165.
[4] Αγ. Νεκταρίου Κεφαλά, Ευγενίου Βουλγάρεως: Σχεδίασμα περί της Ανεξιθρησκείας Αθήναι 20002, σ. 21.
[5] Οι αγώνες των μοναχών υπέρ της Ορθοδοξίας, έκδοσις Ι. Μ. Οσ. Γρηγορίου, Αγ. Όρος 2003, σ.362.
[6] «σχισματικοί ονομάζονται εκείνοι οπού διαφέρονται προς την Καθολικήν Εκκλησίαν, όχι διά δόγματα πίστεως αλλά διά κάποια ζητήματα εκκλησιαστικά και ευκολοϊάτρευτα» Αγ. Νικόδημος Αγιορείτης, ερμηνεία εις τον Α΄ Κανόνα του Μ. Βασιλείου, Πηδάλιο, Θεσσαλονίκη 1991, σ. 588.
Επειδή όμως τα όρια μεταξύ σχίσματος και αιρέσεως δεν ήταν ευδιάκριτα «το σχίσμα συγχέεται προς την αίρεσιν χρησιμοποιούμενον πολλάκις αντί εκείνης», Ζηζιούλα Ιωαν., Η ενότης της Εκκλησίας εν τη Θ. Ευχαριστία και τω Επισκόπω κατά τους τρεις πρώτους αιώνας, εν Αθήναις 19902, σ. 121 .
[7] ε. α. σ. 361-376.
[8] Ιω. Σταματάκου, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης, Αθήναι 1972, σελ. 950.
[9] G.W.H. Lampe, A Patristic Greek Lexicon, Oxford 1961, σ. 1290, 1325-1326.
[10] Ασφαλώς μόνο η ταυτόχρονη παρουσία στον ίδιο τόπο, χωρίς να συντρέχουν και άλλες προϋποθέσεις, δεν είναι ικανή για να συντελεσθεί συμπροσευχή π.χ. ο προφήτης Ηλίας στο Καρμήλιο όρος με τους ιερείς του Βάαλ (Γ΄ Βασιλ. ιη΄ 36), ο προφήτης Ιωνάς στο καράβι προς Θαρσίς (Ιωνά α΄ 5), ο Απ. Παύλος στην φυλακή παρουσία των άλλων δεσμίων (Πραξ. ιστ΄25), η Ρωσική αντιπροσωπεία στον Ι. Ν. Αγ. Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως, πριν εκχριστιανισθούν οι Ρώσοι.
[11] βλ. κανών ΞΔ' Αποστολικός («εισέλθοι…προσεύξασθαι») και κανών Θ' της εν Λαοδικεία («ευχής ή θεραπείας ένεκα»).
[12] κανών ΜΕ' Αποστολικός "ως Κληρικοίς ενεργήσαί τι".
[13] Θεοδωροπούλου Επιφ., Τα δύο άκρα («Οικουμενισμός» και «Ζηλωτισμός») εν Αθήναις 1986, σ. 187
[14] άρθρο Παν. Ανδριόπουλου, θεολόγου, με τίτλο «Η Πάτρα, οι Καθολικοί και ο π. Κύριλλος» εις εφημερίδα ΕΘΝΙΚΟΣ ΚΗΡΥΞ ΠΑΤΡΩΝ 16.4.07 και στο διαδίκτυο:http://www.alopsis.gr/alopsis/andriop.htm.
[15] Ζήση Θεοδ., Για την συμπροσευχή Πατριάρχου και Πάπα. ποία Σύνοδος θα επιβάλει την κανονικότητα;, Θεοδρομία, 6 (2004) σ. 174,. Επίσης «παρά το γεγονός ότι ορισμένοι κανόνες της Ορθόδοξης Εκκλησίας προβληματίζουν ορισμένους Ορθοδόξους εάν είναι εφικτή η μετά των ετεροδόξων συμπροσευχή, αναγνωρίστηκε ότι η Ορθόδοξη κανονική παράδοση στο σύνολό της χαρακτηρίζεται μάλλον από διάκριση και φιλανθρωπία. Η μόνη Κοινή προσευχή που ρητά απαγορεύεται είναι η ευχαριστηριακή». (Διεθνές Επιστημονικό Συμπόσιο» Θεσσαλονίκη 1-3 Ιουνίου 2003 (Θεοδρομία, 5, (2003) σ. 302-303).
«Υστερα από 2.000 χρόνια εκκλησιαστικής ιστορίας για μία ακόμη φορά η σημασία των όρων οδηγεί σε συγκρούσεις. Η συμπροσευχή για τους υπεύθυνους ορθοδόξους σημαίνει κοινή Θεία Ευχαριστία, η οποία δεν υπάρχει, για τους φλογερούς της πίστεως και η “καλημέρα” στον διάλογο φαίνεται ότι είναι αιρετική» εφημερίδα Το ΒΗΜΑ, 17.3.2002, σ. A25, Κωδικός άρθρου: B13517A251.
[16] «Δεν δύνανται να εφαρμοσθούν σήμερον και πρέπει να τροποποιηθούν αι διατάξεις αι κανονίζουσαι τας σχέσεις των Ορθοδόξων Χριστιανών προς τους ετεροδόξους και ετεροθρήσκους. Δεν δύναται η Εκκλησία να έχη διατάξεις απαγορευούσας την είσοδον εις τους Ναούς των ετεροδόξων και την μετ’ αυτών συμπροσευχήν καθ’ ήν στιγμήν αύτη διά των εκπροσώπων αυτής προσεύχεται από κοινού μετ’ αυτών δια την τελικήν ένωσιν εν τη πίστει, τη αγάπη, τη ελπίδι. Περισσοτέρα αγάπη πρέπει να “αρδεύση” πολλάς κανονικάς διατάξεις “προς ζωογονίαν”. Επιβάλλεται τροποποίησις ωρισμένων διατάξεων επί το φιλανθρωπότερον και ρεαλιστικώτερον». Αρχοντώνη Βαρθολομαίου (νυν Οικουμενικού Πατριάρχου), Περί την κωδικοποίηση των Ι. Κανόνων και των κανονικών διατάξεων εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία, Θεσσαλονίκη 1970, σ. 73.
[17] «Ομόφωνη η γνώμη των Αγίων: Ο ΠΑΠΙΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΙΡΕΣΗ! Απάντηση σε άρθρο του κ. Παν. Ανδριόπουλου» στο διαδίκτυο: www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=592 & www.oodegr.com/oode/papismos/airesi1.htm και εις εφημερίδα ΑΛΛΑΓΗ ΠΑΤΡΩΝ 3.5.07, εφημερίδα ΗΜΕΡΑ ΠΑΤΡΩΝ 22, 24.5.07, περιοδικό ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ τ. 53/ Μάρτ-Απρ. 2007, σελ. 4-7. Επίσης, στην έκδοση: Οι αγώνες των μοναχών υπέρ της Ορθοδοξίας, έκδοσις Ι. Μ. Οσ. Γρηγορίου, Αγ. Όρος 2003 σ. 205-341, παρατίθενται οι απόψεις πληθώρας Αγίων και Διδασκάλων της Εκκλησίας μας (άνω των 40 προσώπων) που κατήγγειλαν τις αιρετικές παπικές καινοτομίες. Μάλιστα ορισμένοι από αυτούς έδωσαν και το αίμα τους για την Ορθόδοξη Πίστη. Περιεκτική είναι και η εργασία του Θεολόγου Παναγ. Σημάτη, Είναι αίρεση ο Παπισμός; Τι λένε Οικουμενικές Σύνοδοι και Πατέρες, υπόμνημα-ερώτημα στην επί των Νομοκανονικών Επιτροπή της Ιεράς Συνόδου, Αίγιο 2007.
[18] «Οι σχισματικοί ευρίσκονται έξω της Εκκλησίας και συνεπώς δεν δύναται να γίνη λόγος περί μετοχής αυτών εις την σφαίραν του σώματος του Χριστού. Εντεύθεν και δεν υφίσταται ουσιώδης διάκρισις εξ επόψεως εκκλησιολογικής μεταξύ του σχίσματος και της αιρέσεως … αμφότερα κείνται εκτός της Εκκλησίας. Δεδομένου ότι η Εκκλησία είναι το μοναδικόν σώμα του Χριστού, ο εκτός της Εκκλησίας ευρισκόμενος κείται εκτός του Χριστού και εκτός της σωτηρίας» Ζηζιούλα Ιωάν. ε.α. σ. 133.
[19] Πραξ. κστ΄ 29, Ρωμ. θ΄ 3, Β΄ Κορινθ. ιγ΄ 7, 9, Ιακ. ε΄ 16, Γ΄ Ιωαν. 2
[20] «Ότι ου δεί εν τοις οίκοις προσφοράν γίνεσθαι παρά επισκόπων ή πρεσβυτέρων» βλ. και κανόνα ΙΒ΄ της ΑΒ΄ Συνόδου.
[21] ερμηνεία στον ΜΕ΄ Αποστολικό Κανόνα, PG 137, 129Β, βλ. ερμηνεία στον ΞΔ΄ Αποστολικό Κανόνα, PG 137, 165Α
[22] ερμηνεία στον Στ΄ Κανόνα της εν Λαοδικεία, PG 137, 1349Β
[23] ερμηνεία στον Β΄ Κανόνα της εν Αντιοχεία, PG 137, 1281Β.
[24] ΛΕ΄ ερώτησις του Αγιωτάτου Πατριάρχου Αλεξανδρείας Κυρίου Μάρκου και απόκρισις Θεοδώρου Βαλσαμών, εις Ράλλη-Ποτλή, Σύνταγμα των Θείων και Ι. Κανόνων, εν Αθήναις 1859, τ. 4ος σελ. 476.
[25] εις Ράλλη-Ποτλή, ε.α. τ. 4ος σελ. 459-460.
[26] ερμηνεία στον Θ΄ Κανόνα του Αγ. Τιμοθέου Αλεξανδρείας, εις Ράλλη-Ποτλή, ε.α. τ. 4ος σελ. 336.
[27] ερμηνεία στον ΜΣτ΄ Αποστολικό Κανόνα, PG 137, 129C.
[28] ερμηνεία στον ΞΔ΄ Αποστολικό Κανόνα, PG 137, 165ΒC
[29] ερμηνεία στον Ο΄ Αποστολικό Κανόνα, PG 137, 181ΒC
[30] ερμηνεία στον Στ΄ Κανόνα της εν Λαοδικεία, PG 137, 1349Β
[31] ερμηνεία στον ΞΔ΄ Αποστολικό Κανόνα, PG 137, 168Α
[32] ερμηνεία στον Στ΄ Κανόνα της εν Λαοδικεία, PG 137, 1349Β
[33] ερμηνεία στον ΛΘ΄ Κανόνα της εν Λαοδικεία, PG 137, 1393Β
[34] ερμηνεία στον ΛΓ΄ Κανόνα της εν Λαοδικεία, PG 137, 1381C
[35] Ράλλη-Ποτλή, ε.α. τ. 6ος σ. 173
[36] Σύνταγμα κατά στοιχείον Κ, εις Ράλλη-Ποτλή, ε.α. τ. 6ος σ.334
[37] ερμηνεία στον ΜΕ΄ Αποστολικό, εις Πηδάλιον, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 50-51
[38] απόκρισις γ΄ εις Ράλλη-Ποτλή, ε.α. τ. 4ος σ. 431δ
[39] εις Ράλλη-Ποτλή, ε.α. τ. 1ος σ. 118, 261-274
[40] Ιω. Καρμίρη, Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, εν Αθήναις 1953, σ. 905-925
[41] Εγκύκλιος προς τους Προκαθημένους των Ορθοδόξων Εκκλησιών (31 Ιανουαρίου 1952), εις Καρμίρη, ε.α. σ. 962-963
[42] «Τι λοιπόν θα τους σιχαθούμε ή θα τους καταρασθούμε; Φυσικά όχι. Θα προσπαθήσουμε όμως με όλες μας τις δυνάμεις να μη μολυνθούμε με την εκκλησιαστική κοινωνία μαζί τους … δεν πρέπει όμως να τους θεωρούμε εχθρούς μας ή να τους μισούμε – έστω και αν αυτοί πάντοτε λυσσομανούν εναντίον μας – διότι ήταν κάποτε αδελφοί μας …ας τους ευσπλαχνιζόμαστε λοιπόν, ας τους αγαπάμε και ας μη παύσουμε ποτέ να προσευχώμαστε γι’ αυτούς» (ιερομόναχος Ιώβ Ιασίτης, εις Οι αγώνες των μοναχών υπέρ της Ορθοδοξίας, έκδοσις Ι. Μ. Οσ. Γρηγορίου, Αγ. Όρος 2003 σ. 230.
[42β] Δ. Στανιλόαε, Για ένα ορθόδοξο Οικουμενισμό, Ευχαριστία-Πίστη-Εκκλησία (Το πρόβλημα της intercommunion), Πειραιεύς 1976, σ. 101-102
[43] πρβλ. την στάση των αββάδων Αρσενίου, Ποιμένος και Λωτ, εις Γεροντικόν, έκδοσις Αστέρος, εν Αθήναις 19702, σ. 62, 92.
[44] βλ. κανών ΛΓ΄ Αποστολικός. Επίσης «αι δογματικαί διαφοραί ως αναγόμεναι προς μόνον το κεφάλαιον της πίστεως αφίενται ελεύθερον και απρόσβλητον το της αγάπης κεφάλαιον· το δόγμα δεν καταπολεμεί την αγάπην. Η δε αγάπη χαρίζεται τω δόγματι, διότι πάντα στέγει, πάντα υπομένει. Η χριστιανική αγάπη εστιν αναλλοίωτος, δι’ ο ουδ’ η των ετεροδόξων χωλαίνουσα πίστις δύναται να αλλοιώση το προς αυτούς της αγάπης συναίσθημα … η αγάπη ουδέποτε χάριν δογματικής τινός διαφοράς πρέπον να θυσιάζεται», Αγ. Νεκταρίου Κεφαλά, Μάθημα Ποιμαντικής, Θεσσαλονίκη 1974, σ. 192.
[45] Κοτσώνη Ιερ. Η κανονική άποψις περί της επικοινωνίας μετά των ετεροδόξων (intercommunio), εν Αθήναις 1957, σ. 268-271
[46] Αγ. Νεκταρίου, Ευγενίου Βουλγάρεως: Σχεδίασμα περί της Ανεξιθρησκείας Αθήναι 20002, σ. 21.
[47] Ρωμ. ιβ΄ 5, Α΄ Κορινθ. ιβ΄ 12-28, Εφεσ. α΄ 22-23 δ΄ 12,16, ε΄ 23, 25-27, Κολοσ. α΄ 18.
[48] Μιλόσεβιτς Νένταντ, Η Θ. Ευχαριστία ως κέντρο της Θ. Λατρείας, Θεσσαλονίκη, 2001, σ.σ. 334
[49] Νικολάου Καβάσιλα, εις την Θ. Λειτουργίαν, ΛΔ΄, ΕΠΕ 22, 190
[50] Θεοδωροπούλου Επιφ., ε.α. σ. 46, Ζηζιούλα Ιωάν., Η ενότης της Εκκλησίας εν τη Θ. Ευχαριστία και τω Επισκόπω κατά τους τρεις πρώτους αιώνας, εν Αθήναις 19902 σ.σ. 211. Επίσης «Το μυστήριο της Εκκλησίας και της Ευχαριστίας υπό το φως του Μυστηρίου της Αγ. Τριάδος» Κείμενο Β΄ Συνελεύσεως της Μικτής Επιτροπής Θεολογικού Διαλόγου, Μόναχο 30.6-6.7.1982, και «Πίστις, μυστήρια και ενότης της Εκκλησίας» κείμενο της Δ΄ Ολομελείας Επιτροπής Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών, Μπάρι 1987, εις Παπαδοπούλου Αντ. Θεολογικός Διάλογος Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών (Ιστορία-Κείμενα-Προβλήματα), Θεσσαλονίκη, 1993, σ. 45-61 και 86-103.
[50a] Αναλυτικά για τη «διακοινωνία» (intercommunion) βλ. Δ. Στανιλόαε, Για ένα ορθόδοξο Οικουμενισμό, Ευχαριστία-Πίστη-Εκκλησία (Το πρόβλημα της intercommunion), Πειραιεύς 1976, σσ. 116, Γ. Γαλίτη, Intercommunion, Το πρόβλημα της μυστηριακής κοινωνίας μετά των ετεροδόξων εξ επόψεως ορθοδόξου, βιβλική και εκκλησιολογική μελέτη, Αθήναι, 1966, σσ. 63, Α. Θεοδώρου, Η Intercommunion εξ επόψεως ορθοδόξου Συμβολικής, ήτοι σχέσεις Ορθοδόξων και ετεροδόξων, Αθήναι 1971.
[50b] Π. Νέλλα, πρόλογος στην έκδοση Δ. Στανιλόαε, Για ένα ορθόδοξο Οικουμενισμό, Ευχαριστία-Πίστη-Εκκλησία (Το πρόβλημα της intercommunion), Πειραιεύς 1976, σ 12-13.
[51] Κοτσώνη Ιερ. ε.α. σ. 89
[52] Ερμηνεία στον Στ΄ Κανόνα της εν Λαοδικεία, PG 137, 1349Β.
[53] «δια την αρχαίαν Εκκλησίαν και μάλιστα την Ανατολικήν, η ορθή πίστις απετέλει απαραίτητον προϋπόθεσιν δια την συμμετοχήν εις την Θ. Ευχαριστίαν της Εκκλησίας» W. Elert, Abendmahl und Kirchen gemeinschaft in der alten Kirche hauptsaechlich des Ostens, 1954, εις Ζηζιούλα Ιωαν. ε.α. σ. 116.
[54] Κατά αιρέσεων 18, 5, εις PG 7, 1028
[55] Ζηζιούλα Ιωαν. ε.α. σ. 116-117
[56] Ιερομονάχου Γρηγορίου, Η θεία Λειτουργία, Σχόλια, 19852, σ. 250-252
[57] Ζηζιούλα Ιωαν. ε.α. σ. 121
[58] Κοτσώνη Ιερ., ε.α. σ. 101-107.
[59] Είναι χαρακτηριστικό ότι η απλή διά επιστολής επικοινωνία του Οικουμενικού Πατριάρχου με τον Αρχιεπίσκοπο Καντέρμπουρυ κατά το 1869, αξιολογήθηκε από τους Αγγλικανούς ως «λίαν φιλική και χριστιανοπρεπής αναγνώρισις εκ μέρους του (Οικουμενικού Θρόνου) περί της θέσεως της Εκκλησίας της Αγγλίας ως κλάδου της παγκοσμίου Εκκλησίας του Χριστού», Κοτσώνη Ιερ., ε.α. σ. 197.
[59a] 1 Ιωαν. 3, 18.
[59b] Εφεσ. 4, 15.
[60] Αγ. Νεκταρίου, ε.α. σ. 20.
[61] Αγ. Ιωάννου Κλίμακος, Λόγος ΛΑ΄ προς ποιμένα, παρ. 65.
[62] Καψάνη Γ., ε.α. σ. 160
[63] Ζωναράς, ερμηνεία στον Ο΄ Αποστολικό Κανόνα, PG 137, 181ΒC
[64] Βαλσαμών, ερμηνεία στον ΟΑ΄ Αποστολικό Κανόνα, PG 137, 181D
[65] Προσφώνηση του Σεβ. Μητροπολίτου Καλαβρύτων προς τον Καρδινάλιον Walter Kasper (Αθήνα, 11.2.2003), εις Ζήση Θεοδ. Ανησυχητικές εξελίξεις, Θεοδρομία, 5 (2003), σ. 281.
[65a] PG 54, 623.
[65b] Βαρθολομαίου, Μητροπολίτου Φιλαδελφείας (νυν Οικουμενικού Πατριάρχου), Ο μοναχισμός και η επανένωσις των διηρημένων Χριστιανών, εν Συμπόσιον Πνευματικόν επί χρυσώ Ιωβηλαίω Ιερωσύνης του Μητροπολίτου Πατρών Νικοδήμου (1939-1989), Αθήναι 1989, σ. 655 : « το Άγιον Όρος το οποίον φημίζεται διά την συντηρητικότητά του εις τοιαύτα θέματα πίστεως, δεν είναι εις το βάθος αντιοικουμενικόν, έστω και αν εκεί η δογματική αλήθεια βιούται ως πληρότης ζωής και η κανονική ακρίβεια ως έκφρασις αληθούς αγάπης, ως λέγουν οι ίδιοι οι Αγιορείται Πατέρες. Οι οποίοι, δέχονται τους πάντας με περίσσιαν αγάπης, η οποία ακριβώς αισθάνονται ότι τους περιβάλλει τον πλήρη σεβασμόν της αληθείας, άνευ παρεκκλίσεων εξ αυτής … η εμμονή εις την πίστην και την αλήθειαν δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει χώρος διά την κατανόησιν και αγάπην προς εκείνον με τον οποίον διαφωνούμεν», και Archondonis Bartholomeos, The problem of Oikonomia today, Kanon 6(1983), σ. 46 : «Στο Άγιο Όρος πάλι για λόγους αγάπης δεν δίνεται (το αντίδωρο στους ετεροδόξους) με την αιτιολογία ότι με αυτόν τον τρόπο η ίδια ή και μεγαλύτερη ευλογία δίδεται και αυτό είναι πλήρως αποδεκτό από τους θετικά διακείμενους ετεροδόξους επισκέπτες του Άθω»
[65c] «Εγκαλούμε συχνά τους μοναχούς του Αγίου Όρους για την αντίθεση τους στον οικουμενισμό και τους κατηγορούμε ευχαρίστως πως θυσιάζουν την αγάπη χάρη της αλήθειας. Από το πρώτο ταξίδι μας - ενώ ακόμη ήμασταν ρωμαιοκαθολικοί, και η σκέψη να γίνουμε ορθόδοξοι μας ήταν εντελώς ξένη - υπήρξε για μας πολύ εύκολο να εκτιμήσουμε πόσο ξέρουν οι μοναχοί του Όρους να συνδυάζουν μια αγάπη πολύ λεπτή και πολύ περιποιητική προς τα πρόσωπα, όποιες κι αν είναι οι πεποιθήσεις τους κι οπουδήποτε κι αν ομολογιακά ανήκουν, με την ανυποχώρητη στάση σε δογματικά ζητήματα. Εξάλλου, γι' αυτούς ο πλήρης σεβασμός της αλήθειας είναι ένα από τα πρώτα καθήκοντα, που τους επιβάλλει η αγάπη προς τον άλλο» Π. Deseille, Η πορεία μου προς την Ορθοδοξία, εκδ. Ακρίτας, εν www.oodegr.com/oode/biblia/plakidas1/kef3.htm#25
[65d] Οι λόγοι του Οικουμενικού Πατριάρχου Δημητρίου προσδιορίζουν επακριβώς το ρόλο του λαού του Θεού: «Η τελική κρίσις εφ’ όλων των εν τω διαλόγω διεξαγωμένων και των εν τέλει επιτευχθησομένων απόκειται μεν εις τας Εκκλησίας, ως διοικούντα και αποφαινόμενα όργανα θείας εμπνεύσεως, αλλά και εις αυτόν τον πιστόν λαόν του Θεού. Ούτος, με το αλάνθαστον κριτήριον της εαυτού πίστεως και την συμμμαρτυρίαν της εαυτού συνειδήσεως, αποδέχεται μεν τα θεαρέστως αποφασιζόμενα, απορρίπτει δε τα μη θεοπρεπώς κατασκευαζόμενα» (Προσφώνησις προς την αντιπροσωπεία της Εκκλησίας της Ρώμης την 30.11.1984 στο Φανάρι, εν Επίσκεψις τευχ. 326/1.12.1984).
[65e] O Αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας Στυλιανός (Χαρκιανάκης) – επί εικοσαετία συμπρόεδρος στον Επίσημο Θεολογικό Διάλογο με τους Ρωμαιοκαθολικούς – αναφερόμενος σε «λάθη τραγικά» που έχουν γίνει τονίζει σχετικά: «δυστυχώς δημιουργούν πολύ θόρυβο, πολλή ζημία, χωρίς να έχουμε απολύτως κανένα κέρδος. Έτσι δίνουμε την εντύπωση ότι σπεύδουμε να κάνουμε μία Intercommunio, μια μυστηριακή κοινωνία με τους ετεροδόξους … κάνουμε μόνο ζημιά και αντιθέτως δεν βοηθούμε καθόλου τον διάλογο», Στυλιανού, Αρχιεπισκόπου Αυστραλίας, Ο μεταξύ Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών Θεολογικός Διάλογος. Προβλήματα και προοπτικές, εν Επιστημονική Επετηρίδα Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, 29(1986-89), σ. 22-24.
[66] Κοτσώνη Ιερ., ε.α. σ. 63.
π. Αναστάσιος Γκοτσόπουλος Εφημέριος Ι. Ν. Αγ. Νικολάου Πατρών.
From as early as Apostolic times, according to the teaching of our Church, heresy has had devastating effects on Man. It has isolated him from God and led him into perdition. That is why the Lord Himself and His Apostles are especially austere with «heresies of perdition»[1].
The Fathers of the Church have always alerted us to this great danger, and, in adherence to all the Apostolic admonitions[2], they call upon Christians (mostly those who are not yet fully familiarized with the faith) to not associate with heretics, because the danger threatening their salvation is certain.[3]
Unfortunately, there are many who –albeit lacking any essential association with the spirit of the Fathers and the life of the Church– imagine that behind prohibitions such as these lurks a hatred and hostility of the Church towards the persons of heretics. Saint Nectarios, however, very succinctly summarizes the Orthodox teaching and exhorts us thus: «Turn away from faithlessness and heresy and schism: not from the faithless or the heretic or the schismatic - not the person. Abstain from the opinion, not from nature. As far as opinion is concerned, it is something alien and different; it is condemned to encounter aversion and hatred. As for nature, it is a familiar and close thing; it is deserving of mercy and sympathy and quite often, (deserving) of guardianship and care»[4]. «The prohibitions pertaining to the various forms of association with heretics essentially sprang from the Church’s love. In other words, the Church strove on the one hand to protect Her more robust members from the soul-destroying sickness of the cacodox and on the other hand, to alert the latter (the cacodox) with this stance of Hers and make them realize they are on the wrong path.Abstinence, therefore, from any communication with them, was simultaneously of an educational character also»[5].
When studying Patristic teaching on one’s association with heretics, we notice that our Saints are especially austere and categorical in theirprohibition of communication with heretics or schismatics [6] in matters of Worship and common prayer. Patristic references on the issue are multitudinous[7]. We shall not refer to the Patristic testimonies in this article, but confine ourselves exclusively to the Canonical Tradition of our Church on the issue of common prayer with heretics; in other words, we shall focus on the precise adherence (akrivia) to the Sacred Canons.
Α. What common prayer is and what it isn’t
But what does the term “common prayer” mean? In ancient Hellenic literature, according to John Stamatakos, the term “συνεύχομαι” means “I wish (pray) in common with someone; I join my wishes with his” [8]. In Patristic literature, according to G.W.H.Lampe[9] the term “συμπροσεύχομαι” means “I pray together, pray with”, while the term “συνεύχομαι” means (a) “I pray with” (pray together with) and also (b) “I wish one well”.
Furthermore, we can say that we have a case of “common prayer” when:
1. there is a coinciding of the place and the time of prayer [10] (a necessary, but not a strong prerequisite).
2. there is a common desire for the same purpose of performing prayer[11] (a strong and necessary prerequisite).
3. we participate in the development of prayer, through the observance of a common schedule of worship; i.e., when the content of benedictions or hymns is common; when there is a common response to the commands of the officiating minister[12], and also when the clergymen’s liturgical attire is common. (an able, but not a necessary prerequisite)
4. In conclusion: When, with our overall stance (words, works, behavior), we strive to give the impression to others that we too desire to participate in their worship.
In accordance, therefore, with the above, we cannot say that common prayer is taking place when we have a case of someone visiting or observing a certain religious ceremony, only for scientific, tourist, social reasons or for reasons of etiquette[13].
Β. The Sacred Canons pertaining to common prayer with heretics
The Sacred Canons of the Church, with their universal authority, on the matter of common prayer are the following:
1. Canon 10 of the Holy Apostles: "If one prays together, even at home, with one who does not receive Communion, let him be excommunicated”
2. Canon 11 of the Holy Apostles: "If one who is a priest prays together with a defrocked priest, let him too be defrocked.”
3. Canon 35 of the Holy Apostles: "If a Bishop, or a Presbyter, or a Deacon should offer benedictions only, together with heretics, let him be excommunicated; if he has permitted them to perform anything as Clergymen, let him be defrocked.”
4. Canon 64 of the Holy Apostles: "If a Clergyman or a Layman should enter a Jewish synagogue, or pray with heretics, let him be excommunicated and defrocked.”
5. Canon 71 of the Holy Apostles: "If a Christian should bring oil to a Gentile altar, or to a Jewish synagogue during their feast-days, or light lamps, let him be excommunicated”
6. Canon 6 of the Local Synod of Laodicea: "On the matter of not allowing heretics to enter the house of God, thus persisting in heresy"
7. Canon 9 of the Local Synod of Laodicea: "On the matter of not allowing heretics to take those who are of the Church to cemeteries or to so-called places of martyrdom, on the pretext of a benediction or a cure; if they are of the faithful, let them be excommunicated for a certain time, and, after repenting and confessing that they erred, be re-admitted.”
8. Canon 32 of the Local Synod of Laodicea: "That it is not permitted to accept the blessings of heretics, which are foolishness, not blessings”
9. Canon 33 of the Local Synod of Laodicea: "That one must not pray together with heretics or schismatics”
10. Canon 34 of the Local Synod of Laodicea:. “That it is not permitted for any Christian to abandon the witnesses of Christ and go to thefalse witnesses, which are the heretics, or to those who are predisposed to becoming heretics. For they are alien to God. Let them therefore be anathema, who would depart for their sake.”
11. Canon 37 of the Local Synod of Laodicea:. "One must not accept the festive tokens sent by Jews or heretics, nor celebrate together with them."
12. Canon 9 of Timothy of Alexandria: "Question. May a Clergyman offer prayers in the presence of Arians or other heretics, or does this not harm him at all, whenever he performs the benediction, that is, the offering?; Reply. During the divine anaphora, the Deacon recites this address prior to the greeting: "Those not in communion, walk away”. Therefore, they do not need to be present, unless they have reported their intention to repent and abandon the heresy"
To the above Canons, one must also add the following:
13. Canon B’ of the Antioch Synod: "All those entering the Church and listening to the divine Scriptures, but not participating in the prayer together with the people, or displaying aversion to the Holy Communion of the Eucharist as an act of mischief, let them be cast out of the Church, until they have confessed and have shown works of repentance and are able to beseech forgiveness, so that thereafter they will not be in communion with the excommunicated, nor congregate in houses with those who do not pray together in Church, nor with those who do not congregate. Should any of the bishops, or presbyters, or deacons, or someone of the Canon be in communion with the excommunicated, let them also be excommunicated, as ones who have confused the Canon of the Church.”
14. Canon A’ of the 4th Ecumenical Synod, (which validates the Canons of the Local Synods of Laodicea and Antioch, and of Saint Timothy of Alexandria)
15. Canon B’ of the 6th Ecumenical Synod, (which validates the Apostolic Canons, the Canons of the Local Synods of Laodicea and Antioch, and of Saint Timothy of Alexandria).
16. Canon A’ of the 7th Ecumenical Synod , (which validates the Apostolic Canons, the Canons of the Local Synods of Laodicea and Antioch, and of Saint Timothy of Alexandria).
On a simple examination of these Canons, the following become evident:
1. For the Fathers, the matter of communicating with heretics in the context of prayer and Divine Worship is of extreme importance, from a spiritual aspect. This is made evident, by the vast number of Canons that deal with the issue.
2. The matter of common prayer with heretics has been preoccupying the Church throughout Time. That is why the relevant prohibitive Canons cover the entire period that Her Canonical Justice was being drafted.
3. Equally obvious is the fact that the infractions of these Canons were frequent. However, the Church persists; She reverts and re-formulates the same prohibitions.
4. The Canonical clauses themselves are explicit, absolute and categorical in prohibiting participation in common prayer and worship with heretics and schismatics.
C. «Sinful pretexts» and common prayers!
Despite the clear and categorical prohibition of common prayer with heretics or schismatics, certain Orthodox –for various reasons- actually participate in common displays of worship together with heretics (in our time also, and specifically with Papists). So, how do they supposedly override the fixed Canonical order of the Church, which forbids this behavior?
The excuses (with a ‘theological’ content) that they recruit are mainly the following:
1. Papists are not heretics; They are schismatics, therefore it is not forbidden to have a common worship with them! [14]
2. When the Canons refer to common prayer, they are only implying participation in the “common chalice”, or the participation of clergymen (both Orthodox and heretics) in the Divine Eucharist; in other words, that only common officiating is forbidden[15] and therefore other common prayers are not forbidden!!
3. Given that these Canons are no longer observed, they have ceased to apply, and the Church is therefore obliged to also abolish them officially. [16].
4. For reasons of Poemantic discernment, the Church is entitled to resort to “ecclesiastic providence” and pray together with heretics.
1. The opinion of the Saints is unanimous: PAPISM IS A HERESY!
With reference to the first “excuse”, we have pointed out in another brief essay [17] that our Orthodox Church, from the time of the Schism through to this day, has unreservedly accepted - upon the unanimous opinion of the Fathers (consensus patrum), and also that of acknowledged Sociologists and Theologians, but most of all by the decisions of Local Synods (with the participation of all the Patriarchs of the East) – thatPAPISM IS A HERESY! But Even if Papists were indeed only schismatics, again, common prayer with them is explicitly forbidden!! [18] If someone –whoever he may be– does not accept the clear and fixed teaching of our Church (that Papism is a heresy) it will be a matter of his own personal choice and his responsibility. Perhaps he believes he is better informed than…..the Saints, or that he is ‘above’ all Synods, or, that he possesses a personal…revelation, which gives him the right to give opinions from his position, “ex cathedra”, ...both “infallibly”, but also…arbitrarily!!
2. Is “praying together” also understood as “participating only in the common chalice”, in cases of co-officiating in a liturgy?
Let us examine more carefully the second excuse – that is, that the Sacred Canons - when referring to common prayer - supposedly only mean a partaking of the “Common Chalice” of the Divine Eucharist, or, that they pertain to co-officiating; i.e., the common performing of the Divine Liturgy, by an Orthodox clergyman together with a heretic.
Α. The meaning of the term “prayer” in the Holy Bible, the Fathers and classical education.
We have already examined the meaning of the term “συνεύχεσθαι» according to classical education and the Fathers. We should mention here, that in the New Testament, we encounter only the verb “to wish well” (εύχεσθαι) [19], which by no means has any inference to the performance of the Divine Liturgy, but is limited to the meaning of praying or simply wishing well. Equally similar are the references in the Septuagint translation of the Old Testament.
Consequently, there are no grounds – either in the Holy Bible, or in Patristic or classical literature or interpretation – that the term “wishing together with” or “praying together with” explicitly implies participation, not only in ordinary common prayer, but in the performance of Divine Liturgy.
Β. The meaning of the term “wishing together” in the Sacred Canons themselves
Furthermore, when carefully studying the texts of the Canons themselves, it becomes more than obvious that the Fathers forbade not only common participation in the Divine Eucharist, but also in ordinary prayers with heretics:
· When the 10th Canon of the Holy Apostles imposes excommunication to anyone who “even prays together at home”, with someone who is not in communion (heretic or excommunicated), it is obviously referring to ordinary praying and to not the performance of Divine Liturgy, given that performing the Divine Liturgy at home is strictly forbidden, according to Canon 58 of the Laodicean Synod.[20] Therefore, the words “even if he prays together at home” refer to every form of common praying. And those transgressing this Canon “must be excommunicated”!
· Canon 45 of the Holy Apostles is absolutely clear, and it fully contradistinguishes the act of ordinary common praying with heretics from the performing of any kind of hieratic act, hence the Divine Liturgy as well: “any Bishop, or Presbyter, or Deacon, who only prays together with heretics, should be excommunicated; if he perchance has permitted them to perform any act, as Clergymen, he should be defrocked.” Besides, the pursuant, 46th Canon of the Holy Apostles pertains to the “Divine Eucharist” of the heretics, inasmuch as it commands that any Clergyman who may acknowledge it as valid should be defrocked, because “what is the agreement that Christ can have with Belial, or, what is the ration of the faithful with that of the unfaithful?”
· When the 64th Canon of the Holy Apostles forbids one to enter into a Judean or heretic congregation for the purpose of praying, it is obviously not implying participation in a common Divine Eucharist and a “common Chalice”, because the Divine Eucharist is never performed inside a Jewish Synagogue, and there cannot be any “common Chalice”! It is naturally therefore referring to simple prayer, which is strictly forbidden.
· Only Saint Timothy of Alexandria, in his 9th Canon, relates the “blessing” to the Divine Eucharist. But even though he is confining the meaning of the term “blessing” to the Divine Liturgy only and not to any prayer in general, he feels the need to clarify this, by adding the words “….whenever he performs the blessing – that is, the offering”. We must, however, underline with emphasis that this Canon, which refers to the Eucharist prayer, does not pertain to a common liturgy, but merely to the presence of heretics in a Divine Liturgy, whom it forbids strictly, stating: “therefore they are not obliged to be there”.
Β. The views of acclaimed Canon and hermeneutic experts
Apart from the above straightforward approach to the texts of the Sacred Canons themselves, all the acclaimed Canon experts acknowledgeprecisely that, on the basis of the Sacred Canons, not only is participation in common prayer forbidden during the Divine Eucharist, but also in any other simple prayer, by any Orthodox clergyman or layman. Indicatively, let me mention:
• Theodore of Valsamon (patriarch of Antioch):
§ «We should comprehend ‘common praying’ simply, as the communing and more willingly submitting to the blessing of a heretic. These you must abhor as something repugnant, and with whom we are obliged to not familiarize ourselves».[21]
§ «The Canon is very clear. It does not make allowance for heretics who persist in their heresy to congregate along with Orthodox».[22]
§ «When you hear of the Canon that calls bishops and other priests who pray together with excommunicated ones as excommunicated also, do not say –for the purpose of contradistinguishing– that laypeople who act contrary to the Canon are not responsible. For they too are excommunicated, according to the 10th Apostolic Canon which makes no distinction between clergy and laity».[23]
§ «Heretic, is… the one therefore who deviates even for a minor reason from the Orthodox Faith. Given, therefore, that those who were enumerated in the current question (Latins, Armenians, Monotheletes, Nestorians) have alienated themselves from the Church of the Orthodox - not for any minor reason, but for an inexplicable, immensely major reason - they should absolutely not be in communion with us,not even for the sake of undertaking spiritual children with the mediation of holy blessings and many sanctifications, lest we too be condemned with excommunication according to the Canon that says “whomsoever is in communion with an excommunicated shall likewise be excommunicated».[24]
§ 15th question by His Eminence the Patriarch of Alexandria Mark: «Can one safely officiate or pray together with heretics – that is, with Jacobites and Nestorians - in their Church, or perhaps in ours also? Or to participate with them in the common chalice? Or to make someone a godparent through a Holy Baptism? Or to officiate memorial services for the deceased? Or to transmit divine sanctifications to them? Because the limited area of the land gives rise to many of these things, and I am asking you what should be done.».
Reply by Theodore Valsamon: «It is for this reason (…he recounts here the Canons that forbid common prayer with heretics…) that we likewise decide, not only to submit to excommunication and to defrocking of both laity and clergy who would pray together with them hieratically, or even commonly participate in the chalice, but also to contain them even more, according to the aforementioned summary of divine Canons. Because neither limited areas nor any population of heretics has ever altered the integrity of the Orthodox Faith».[25]
§ «So, if catechumens should not be present during the performing of the divine sacrifice, how can heretics be present, except only –I stress– the ones who intend to repent and abstain from heresy. And even then, I believe, they should not be allowed to be inside the Temple, but outside, as are the catechumens; so that, if they do not intend to abstain from heresy, they will not be grouped together with the catechumens either, but be expelled».[26]
o John Zonaras:
§ «The heretics and their rituals must be abhorred by the Orthodox; in fact, they should rather be checked and counselled by the (Orthodox) bishops and presbyters».[27]
§ «It is considered to be a major sin according to the Canon, for a Christian to enter the synagogue of Jews or to pray for heretics’ sake. For, what agreement is there, between Christ and Belial? Or, what is the portion of the faithful along with that of the unfaithful, according to the great Apostle? The congregating of heretics, who uphold things contrary to the Orthodox, should not be honored by the Orthodox, but rather, should be rejected. Some, therefore, who have hugely sinned by entering synagogues for a benediction, should be subject to double punishment, per this Canon».[28]
§ «He who prays together with an excommunicated or defrocked one, is, according to the existing written Canons, placed under a penance…and even if he does not believe what they believe, because he scandalizes many, by giving them cause and suspicion against himas one who is honoring Jewish rituals. Furthermore, it is believed that he has polluted himself through association with them».[29]
§ «They who have fallen into heresy and have persisted in it, are ostracized from the Church, as ones who are alien to Her. How, therefore, can allowance be made for them to enter?»[30]
o Alexios Aristinos:
§ «He who enters a synagogue of Jews or heretics and prays with them».[31]
§ «To heretics, the sanctum is out of bounds. Heretics are not allowed to enter the house of God.»[32]
§ «there is no communion between light and darkness. For this reason, therefore, a Christian should not celebrate together with heretics or Jews.»[33]
§ «…should not pray together with heretics or schismatics. Excommunicated be the one who prays with them.»[34]
o Matthew Vlastaris:
§ «The 33rd (Canon of Laodicea) does not allow us at all to pray together with a heretic or a schismatic.»[35]
§ «The 2nd Canon of the Antioch Synod calls upon all of us to distance ourselves from any communion with excommunicated ones, and tonot pray with them - either in the home, or in the Church».[36]
o Saint Nicodemus of the Holy Mountain:
§ «This Canon (45th Apostolic) ordains that, if any Bishop, or Presbyter, or Deacon were to pray together only, but not also officiate with heretics, let him be excommunicated, because, whosoever prays together with excommunicated ones (given that such are the heretics) must be likewise excommunicated, according to the 10th Canon of those same Apostles. If any of the aforementioned happens to allow those heretics to officiate in any function as priests, let him be defrocked, because any Clergyman who officiates together with defrocked ones (as are the heretics, according to the 2nd and 4th Canons of the 3rd Ecumenical Synod), should also be defrocked, according to the 12th Canon of the Apostles».[37]
o Nikephoros Patriarch of Constantinople, the Confessor:
§ «There is no need to enter into such temples (that belong to heretics), in the said manner (for the sake of prayer and psalms)… from the moment that heresy enters therein, the Angel who oversees them departs - according to the voice of Basil the Great - and that temple becomes an ordinary house. And it is said: “let me not enter into a Church of mischievous ones”; and also by the Apostle: “what consent can there be to idols, by a temple of God?”»[38]
o Photios the Great, Μ. Φώτιος.
§ Legislative Canon, title C, chapter 15 and title 12, chapters 1-18. [39]
o Patriarchs of Constantinople,Alexandria,Antioch,Jerusalem (1848):
§ «…once again opine today, synodically… that it (=Papism) is a heresy, and its followers heretics…Also, that the synods convened by them are heretic and every spiritual communion of Orthodox children with them is irregular, as decreed by the 7th Canon of the 3rd Ecumenical Synod».[40]
o Athenagoras, Patriarch of Constantinople:
§ «Orthodox clergymen representatives must, as much as possible, show hesitation in worship meetings between them and the heterodox - which meetings are contrary to the sacred Canons and which blunt the confessional sensitivity of the Orthodox –by striving to perform, if possible, purely Orthodox services and rites, thus evidencing the splendor the majesty of Orthodox worship before the eyes of the heterodox».[41]
D. Refusal of common prayer does not signify…
I have chosen to complete the indicative quoting of references and interpretations pertaining to the Sacred Canons, with the views of one of the pioneers of the Ecumenical Movement, the Patriarch Athenagoras (who can hardly be characterized as a fanatic or a zealot), so that through this testimony also, it will be made even more apparent that the implementing of precision (akrivia) – that is, the refusal of common prayer with heretics:
- does not signify a hatred and dislike towards the persons of the heretics[42].
- does not signify a denial to display acts of love and understanding towards any person whatsoever, regardless of their religious convictions. It is characteristic, that in all the monasteries of the Holy Mountain where precision (akrivia) is observed in the matter of common prayer with heretics, there is no discrimination in the treatment of the Orthodox and the heterodox visitors (=exactly the same conditions of hospitality).[43] But: the heterodox are not allowed to participate in common prayer, either in the Holy Temple, or the common dining quarters. After all, we would not be Christians if we did not love the “other”, whoever he may be. Even if he is our enemy and Christ’s enemy.[44]
- does not signify narcissism and arrogance; that we are supposedly better than “the others”. A perception such as this, is foreign to Orthodox teaching and alien to the ecclesiastic ethos and mentality.
- does not signify an interruption of the Theological Dialogue with heretics. When the Church has judged that all the prerequisites have been secured so that She may give witness and call upon them to repent and return, it will be imperative for Her to participate in theological dialogues, without, however, any digressing from Her canonical order with common prayers.[45]
- does not signify an interruption in collaborations for the purpose of confronting common social or political problems. Saint Nectary makes it absolutely clear, that: «…abstaining from them (=collaborations) pertains to spiritual matters only, whereas for the other issues, we utilize external association and communion with them, with every freedom, leniently and philanthropically, preserving all human rights and duties towards them… but we avoid only the spiritual communion with them, although political life does oblige you to preserve temporal familiarity and relations.»[46]
This, therefore, is the precision stance of the Church on the matter of common prayer with heretics. Do we truly have the right – if we want to have a consistent Christian lifestyle – to scorn Tradition and the centuries-long life of our Church?
Ε. Why must we «not pray together with heretics or schismatics»?
But now, let us examine the reasons for which the Church is so austere and categorical in Her prohibition of common worship with heretics or schismatics, which has made common prayer be characterized as a “major sin”.
Α. Because of our immense love for God: REASONS OF FAITH
Common prayer with heretics is a liturgical, ecclesiological and dogmatic deviation
1. For the tradition and the life of our Church – i.e., Orthodox Theology – salvation can exist, only if Man is incorporated as an organic member in the “Body of Christ”, which has as its head the very Lord Himself; in other words, in the Church [47]. Naturally, the Body of Christ has been in existence from the Apostolic era through to our day, and is u n i q u e. And that “Body” is the «ONE, HOLY, CATHOLIC and APOSTOLIC CHURCH» - the Orthodox Church. There cannot be many bodies, as the Head is only one: Christ.
2. Consequently, even the Divine Worship is not an individual affair of each faithful; it actually belongs to the organic unison of the members of Christ’s Body. In fact, the center and the essence of Christian Worship is the Divine Liturgy, in which the remaining services and sacraments of our Church are also located.[48] In other words, the Divine Liturgy is not just one of the prayers of the Church; it actually relates to the Church Herself: «The Church is denoted in Her sacraments»,[49] notes Saint Nicholas Kavasilas, implying with this the Divine Liturgy. In other words, the Divine Liturgy is not the means by which the “in Christ” unity of people can be attained; it is the unity per se; it is the manifestation of the already attained unity in the one body of Christ[50]. That is also why in the Divine Liturgy only those can participate, who through Baptism have already been incorporated and continue to remain in the Body of Christ. Even the catechumens who are preparing for Baptism cannot remain as onlookers.
3. Thus, because heresy is a contempt for and an excising from and –after all- a refusal to participate in the Church, in the “Body of Christ”, participation in worship is not only pointless, but also unthinkable. How can I participate in worship, that is, in the manifestation of the unity of Christ’s Body, when I have chosen to excise myself and not belong to it? For those who are outside the Church – heretic or schismatic – it is at least a matter of consistency to not want to be regarded as a member of the body, since they, after all, have wittingly chosen to depart from it!
Quite logically and naturally, Nikeforos Gregoras asks: «For if our intentions here are opponents and the innovation of dogmas hasseparated us, how can we have Christ as one Head, or, how can we pray together for each other?»[51] and Zonaras: « They who have fallen into heresy and have remained in them, are ostracized from the Church, as ones who are alien to Her. How, therefore, can allowance be made for them to enter?».[52]
Only if we perceive Orthodox Worship as a spectacle, without any essential personal participation, is the presence of non-Orthodox in it legitimized! However, woe betide, if the Temple and our Divine Worship become … a theatre! In other words, the participation of heretics in the Divine Liturgy is a reversal of its very essence; it is a liturgical deviation.
4. Furthermore, in order for us to participate in common Worship, a necessary prerequisite is an agreement on the faith.[53] Saint Irenaeus stresses characteristically: «our opinion (the orthodox faith) is in accord with the Eucharist, and the Eucharist certifies the opinion … for we offer Him (God) the same things in melody, proclaiming and confessing communion and union»[54]
According to the Metropolitan of Pergamon John (Zizioulas), «Orthodoxy without the Eucharist is inconceivable, but equally «the Eucharist without Orthodoxy is impossible … the prerequisite of Orthodoxy for participation in the unity of the Eucharist always of course existed in the Church, as witnessed by the confessions of faith that are incorporated in liturgical texts»[55]. This liturgical tradition continues through to our time and demands the confession of the common and unadulterated faith, prior to the Referral (Anaphora), which is done by reciting the Symbol of Faith.[56] Since therefore «the unity in the Divine Eucharist is combined with the unity in Orthodoxy»,[57] any common praying with a heretic will constitute a liturgical deviation.
5. It is thus apparent that for our Church, the place of worship cannot be used as a place of mere communication and socializing, but is most essential and it is linked to Her very nature. Thus, we can comprehend the “abhorrence that the Orthodox felt about the performing of the Divine Liturgy together with the heterodox, with whom they had recently co-confessed (at least apparently) the Union (of Ferrara-Florence)»[58], or the refusal of Saint Alexander of Alexandria to co-officiate with Arius. In the conscience of the Saints there is no room for social courtesy and politeness in Worship: the reception of and common praying “in Church” with a representative of a heretic “synagogue” as though he were a canonical Bishop cannot be ecclesiologically accepted, because it would be legitimizing a heresy. The act of recognizing a heresy, in worship, as though it is another “Church” that exists legally – and in parallel to the “One, Holy, Catholic and Apostolic” Church, constitutes the basis for development of the «branch theory»[59], which leads to an ecclesiological deviation.
6. Finally, when I accept heretics -without any compunction or restriction- in common prayer, overlooking the many and essential differences in matters of the faith, I am in practice scorning the struggles by the Church and Her Saints to preserve our faith without innovation, I am also underestimating the value of the correct dogma, and finally, I am equating the Truth to deception. In other words, I am regarding the fallacious teaching as just another legitimate version and a potential to interpret the Evangelical Truth. An approach such as this to ecclesiastic life will naturally lead to a dogmatic deviation.
In conclusion: the strict stance of the Holy Fathers towards common prayers with heretics is the consequence of their teaching regarding the Church.
Β. Because of our great love towards Man: REASONS OF LOVE
Common praying with heretics is a poemantic digression
The basis of Christian morality is love towards the other, whoever he may be. This is the supreme virtue that the Saints of our Church had served. This love was expressed, not only through their catering to the material needs of the people, but primarily to their liberation from the bonds of delusion and falsity. Because, what is the benefit for man, if he gains the entire world but lives all of his life incorrectly, with false hopes and an incorrect perspective? Besides, the work of the Church and the Saints is not the solving of social problems and the respectable lifestyle of the populace; it is chiefly the transcending of Man’s ultimate enemy: death, through the Resurrection of Jesus Christ.
This ministry of love is served through the strict adherence of the Saints to the Trust of the faith which they received, and to its precise and infallible spreading through History. This is why we observe such meticulous care in the formulating of the dogma and the austerity towards its forgers, the heretics.
1. LOVE TOWARDS THE FAITHFUL:
Thus, by forbidding common prayer with heretics, the Church seeks to protect Her own members –and in fact Her more fragile ones in the faith- from the fallacy of the heresy.
α) As Saint Nektary characteristically says about those who are easily diverted from the faith through their association with heretics: «an external non-communication preserves from an internal alienation»[60]
And we have «alienation» when:
§ the faithful denies the Gospel’s truth and accedes to a demonic fallacy,
§ the orthodox sensor is altered and it ceases to discern the truth from a lie,
§ he regards the church and the heresy as equivalent paths leading to God,
§ he has the impression that Orthodoxy and the other heretic confessions are equally agreeable to Christ,
§ he regards the “one Church” as one of many “others”,
§ he associates Orthodoxy to the denial thereof.
β) Quite frequently, however, those who pray together with heretics are noteworthy theologians or Bishops with an immense theological education; who are “strong and fervent and solid in the faith»[61]; who technically are not in danger of any “alienation”. Could it be that when such a fear is absent, common praying with heretics is then permissible?
OF COURSE NOT, because – among other reasons:
1) this behavior of theirs will most certainly blur the awareness of their flock regarding «the meaning of heresy as being entirely incompatible with the Truth of the Church, and as being the cause of losing one’s soul … If the pastors of the Church adopt a syncretist stance towards heresy, the … flock will lose its confessional sensitivity and will easily be drawn into heresy»[62]
2) additionally, the contrary to the Sacred Canons behavior of a pastor, «even if he does not uphold their (=the heretics’) beliefs, will nevertheless bethe cause for scandalizing the many and for raising suspicion against himself»,[63] as well as «make himself be perceived as being of one accord with the unfaithful».[64] An impression such as this (erroneous as it may be) that the Bishop or the theologian is “of one accord with the unfaithful” – that he agrees with and tolerates the heresy, or that he does not correctly dispense “the word of the truth” – becomes the cause of the faithful’s “alienation” and then….”woe betide the person by which the scandal comes”. Woe to the pastors who, with their careless actions shake the people’s trust in the hierarchy and who scandalize them! When the situation becomes more acute and the infractions of the Sacred Canons become the cause for a schism in the Body of Christ,[65], doesn’t the “powerful” but careless pastor have any responsibility? On the contrary, the upholding of the Sacred Canons protects all of us, and causes no harm to anyone…
2. LOVE TOWARDS THE HERETICS:
Perhaps at first glance it may seem that the prohibiting of common prayer with heretics springs from the Church’s love towards the heretics themselves. However:
a) When I fully accept the heretic in common prayer, as though he is a canonical member of the Church, or as though he is not living far away from the Truth, isn’t there a certainty that he will remain confident and persevere in his fallacy? Wouldn’t it be like agreeing with him, that outside the “One Church” there can be a healthy and salvific relationship with our Lord? Is there any likelihood that my behavior will thus raise any concerns in him, and make him reconsider his choices?
b) But when I explain to him with love, discretion and respect towards his person the difficulties that –unfortunately- exist, which impede our spiritual communication and especially our presence in common prayer before God, won’t there be better chances (if he is well-intentioned) that our fellow-man will evaluate our behavior and benefit from it, essentially? He will of course be upset –just as we will- but could it be that this sorrow will eventually turn into joy?
Those of us who have visited the Holy Mountain have seen for ourselves how the heterodox perceive the love of our Church that hides behind this kind of austerity, and they are not offended by anyone. On the contrary, elsewhere, we may have also had a taste of the flabbiness and the disregard of the canonical tradition of our Church…
Ultimately, by disregarding the centuries-long ecclesiastic order, are we to believe that we are displaying more love than our Mother the Church, or our Saints? Let us ponder on this!!
3. LOVE TOWARDS THE THEOLOGICAL DIALOGUE WITH THE HETERODOX
Finally, the contrary to the Sacred Canons common praying with heretics not only does not benefit the Ecumenical Movement and the opus of unification and reconciliation, but on the contrary, it is harming it, (a) by obscuring matters and making the heterodox foolishly believe in vacant hopes and (b) with the intense reactions on the part of significant factors of the Orthodox Church (High Priests, the Holy Mountain, Sacred Monasteries, Clergymen, theologians) but also by significant sections of the faithful population who look upon this course towards the “common Chalice” with much displeasure and caution (to the point of suspicion).
Because, in the end, who will disagree that “the union of two Churches” is not a matter of coinciding perceptions between a few or many persons on either side, but is a sameness in faith of everyone on either side. As very succinctly outlined by the Metropolitan of Athens, Meletios, in London in the year 1919, the Unification “should not be a mere agreement between hierarchs, but also a union of faith in the hearts of the populace».[66]
On the other hand, if Orthodox clergymen had been “as much as possible hesitant in their congregational worships with heterodox, these being contrary to the sacred canons and which also blunt the confessional sensitivity of the Orthodox”, as recommended by the Patriarch Athenagoras, wouldn’t they have found understanding among their heterodox interlocutors? Could it be, that such punctual and honest tactics would have been a threat to the theological dialogue? Of course not!
F. Is common prayer permitted “for the sake of providence” (economia)?
From all the above, it becomes evident that the precision (akrivia) practiced by our Church is clear and categorical: “one must not pray together with heretics or schismatics”.
For all those who disregard this instruction, the penances are especially severe: defrocking for clerics, excommunication for the laity. Of course, poemantic concern and caring, as well as poemantic prudence, can often -for the sake of providence (economia)- “override” the implementation of certain canonical decrees, in the need to save people’s souls. However, it must be made absolutely clear that it should be implemented only under certain conditions, because recourse to Ecclesiastic economia should not be construed as disregard for precision, transgression of the Sacred Canons and arbitrariness. Most of all, there can be no “providential” relativizing of the Truth and minimalizing of the true Faith.
However, given that the topic is a huge and especially sensitive one, we shall revert in a forthcoming article. The relative views of Saint John of the Ladder, also those of Patriarch Gennadios Scholarios and the acclaimed Canon experts, Demetrios Chomatinos, John Kitros and Theofylaktos of Bulgaria will be examined therein.
This essay is dedicated to the memory of my catechist teacher, George X. Economos, the first one who taught me the Holy Canons in the lessons of the Middle Catechist School of Patrae.
Notes
[1] Matthew 7:15, Acts 20 & 29, II Corinth. 11:13, II Peter 2:1, I John 2:18, II John 7
[2] Titus 3:10, II John 10-11
[3] George Kapsanis, “Poemantic Ministry according to the Sacred Canons”, Athens 2003, p.155-165.
[4] Saint Nectarios Kefalas, Eugene Bulgaris: Draft on Religious Tolerance, Athens 20002, p. 21.
[5] The struggles of the monks in favour of Orthodoxy, published by the Holy Monastery of Hossios Gregory, Holy Mountain, 2003, p.362.
[6] «Schismatics are those who are deviate from Catholic (overall) Church, not for dogmas of the faith, but for certain issues that are ecclesiastic in nature and easily healed.» Saint Nicodemus of the holy Mountain, an interpretation of the 1st Canon of Saint Basil, Pedalion, Thessaloniki 1991, p. 588. However, given that the dividing line between schism and heresy was not discernible, «schism is confused with heresy and is often used in its place», fr.John Zizioulas, “The Unity of the Church in the Eucharist and the Bishop during the three first centuries”, Athens 19902, p. 121.
[7] as above, p. 361-376.
[8] J. Stamatakos, Lexicon of the ancient Greek Language, Athens 1972, p.950.
[9] G.W.H. Lampe, A Patristic Greek Lexicon, Oxford 1961, p. 1290, 1325-1326.
[10] Of course the simultaneous presence in the same place without any other prerequisites designated, is not adequate for the performing of common prayer; for example: the prophet Elijah on Mount Carmel with the priests of Baal (III Kings 18:36); the prophet Jonah in the ship going to Tharseis Jonah 1:5); the apostle Paul in prison, in the presence of other prisoners (Acts 16:25); the Russian representatives in the Holy Temple of Haghia Sophia in Constantinople, prior to the Christianization of the Russians.
[11] see Apostolic Canon 64 («to enter….in order to pray») and Canon 9 of Laodicea («for a blessing or therapy»).
[12] Apostolic Canon 45, “to perform any act, as Clergymen".
[13] Epiphanios Theodoropoulos, “the two extremes” («Ecumenism» and «Zealotry») Athens 1986, p. 187
[14] Article by theologian Pan.Andriopoulos, titled «Patrae, the Catholics and fr.Cyril» in the newspaper NATIONAL HERALD OF PATRAE of 16.4.07 and on the Internet:http://www.alopsis.gr/alopsis/andriop.htm.
[15] Fr. Theodore Zisis, “On the common prayer of Patriarch and Pope: what Synod will impose canonicity?” Theodromia, 6 (2004) p. 174, also, «despite the fact that certain Canons of the Orthodox Church cause concern to certain Orthodox as to whether common prayer between heterodox is feasible, it was acknowledged that the Orthodox Canonical tradition in its entirety is characterized rather by discretion and philanthropy. The only Common Prayer that is strictly forbidden is the Eucharist one.». (International Scientific Symposium» Thessaloniki, 1-3 June 2003 (Theodromia, 5, (2003) p. 302-303). After 2000 years of ecclesiastic history, once again the significance of terminology has led to conflict. To responsible Orthodox, “common prayer” means common Divine Eucharist - something that does not exist for the passionate faithful - and the “good-day” in the Dialogue appears to be a heretic one»; newspaper BEMA, 17.3.2002, p. A25, Article code: B13517A251.
[16] «They cannot be applied nowadays, and thus, the provisions that regulate the relations between the Orthodox and the heterodox and other religions must be amended. It is not possible for the Church to have clauses that ban entry into the temples of the heterodox and common prayer with them, when at this moment, through Her representatives, She is praying in common with them for the final union in the Faith, in love, in hope. Even more love will “irrigate” many canonical clauses “to bring them to life”. It is imperative that certain clauses be altered, towards becoming more philanthropic and realistic». Archon Bartholomew (current Ecumenical Patriarch), “On the coding of the Sacred Canons and the canonical clauses in the Orthodox Church”, Thessaloniki 1970, p. 73.
[17] «The opinion of the Saints is unanimous: PAPISM IS A HERESY! A reply to an article by Mr. Pan.Andriopoulos» on the Internet: www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=592 & www.oodegr.com/oode/papismos/airesi1.htm and in the newspaper ALLAGE PATRON 3.5.07, newspaper IMERA PATRON 22, 24.5.07, magazine PARAKATATHEKE vol. 53/ Mar-Apr. 2007, p. 4-7. Also, in the issue: The struggles of the monks in favour of Orthodoxy, published by the Holy Monastery of Hossios Gregory, Holy Mountain 2003, p. 205-341, the views of a host of Saints and Teachers of the Church (more than 40 personages) are quoted, where they have condemned the heretic Papist innovations. In fact, some of them had even sacrificed their life blood for the Orthodox Faith. Equally comprehensive is the work by theologian Panagiotes Semates, “Is Papism Heresy? What do Ecumenical Synods and Fathers say? : A memorandum-inquiry addressed to the Canonical committee of the Holy Synod, Aegion 2007.
[18] «Schismatics are outside the Church and consequently one cannot consider their participation in the sphere of the Body of Christ. Here, there does not exist any essential differentiation from an ecclesiological aspect, between schism and heresy … both of them are found within the church. Given that the Church is the only body of Christ, anyone who is found outside the Church is outside of Christ and outside of salvation», John Zizioulas, as above p.133.
[19] Acts 26:29, Romans 9:3, I Corinthians 13:7, 9, James 5:16, III John 2.
[20] «For it is not allowed for offerings to be performed in homes by bishops or by presbyters»; see also Canon 12 of the 1-2 Synod
[21] Interpretation on the 45th Apostolic Canon, PG 137, 129Β, see interpretation of the 64th Apostolic Canon, PG 137, 165Α
[22] Interpretation on the 6th Laodicean Canon, PG 137, 1349Β.
[23] Interpretation on the 2nd Antiochian Canon, PG 137, 1281Β.
[24] 35th question of His Beatitude the Patriarch of Alexandria Mark and the reply by Theodore of Valsamon, in the constitution of Divine and Sacred Canons by Ralli-Potli,Athens 1859, 4th volume page 476.
[25] Ralli-Potli 4th volume pages 459-460.
[26] Interpretation on the 9th Canon of Saint Timothy of Alexandria, Ralli-Potli, 4th volume page 336.
[27] Interpretation on the 46th Apostolic Canon, PG 137, 129C.
[28] Interpretation on the 64th Apostolic Canon, PG 137, 165ΒC.
[29] Interpretation on the 70th Apostolic Canon, PG 137, 181ΒC.
[30] Interpretation on the 6th Laodicean Canon, PG 137, 1349Β.
[31] Interpretation on the 64th Apostolic Canon, PG 137, 168Α.
[32] Interpretation on the 6th Laodicean Canon, PG 137, 1349Β.
[33] Interpretation on the 39th Laodiecan Canon, PG 137, 1393Β.
[34] Interpretation on the 33rd Laodicean Canon, PG 137, 1381C.
[35] Ralli-Potli, 6th volume page 173.
[36] Constitution versus element K, Ralli-Potli 6th volume page334.
[37] Interpretation on the 45th Apostolic Canon, Pedalion, Thessaloniki 1991, p.50-51.
[38] Response to Potli-Ralli, 4th volume, p. 431d.
[39] Ralli-Potli, 1st volume, pages118, 261-274.
[40] John Karmiris, The Dogmatic and Symbolic Monuments of the Orthodox Catholic Church, Athens 1953, pages 905-925.
[41] Encyclical to all the Primates of the Orthodox Churches (31 January 1952), Karmiris, p 962-963.
[42] «What then? Shall we feel revulsion for them or curse them? Of course not. We shall try with all our might to not pollute ourselves through ecclesiastic communion with them….but we must not consider them our enemies or hate them – even though they always rage against us – because they once used to be our brothers… let us therefore show compassion towards them; let us love them and never cease to pray for them.» (Hieromonk Job Iasites, in “The struggles of monks for the sake of Orthodoxy”, publications of the Sacred Monastery of Hossios Gregory, Holy Mountain, 2003, page 230.
[43] compare with the stance of the abbas Arsenios, Poemen and Lot, in the “Gerontikon”, Astir publications, Athens 19702, pages 62, 92.
[44] see 33rd Apostolic Canon. Also, “the dogmatic differences, inasmuch as they pertain only to the chapter of faith, leave free and unaffected the chapter of love. The dogma does not impugn love. Love gives itself to the dogma, because it always supports, always is patient. Christian love is unchanging, which is why not even the heterodox’ ailing faith is able to alter the sentiment of love towards them…love should never be sacrificed for the sake of any dogmatic difference», Saint Nektary Kefalas, Poemantic Lesson, Thessaloniki 1974, page 192.
[45] Kotsonis Hier., The Canonical view regarding communication with the heterodox (intercommunion), Athens 1957, pages 268-271.[46] Saint Nektary, Eugene Bulgaris: An outline regarding Religious Tolerance, Athens 20002, page 21.
[47] Romans 12:5, I Corinthians 12:12-28, Ephesians 1:22-23, 4:12,16, 5:23, 25-27, Colossians 1:18.
[48] Milosevic Nedad, The Divine Eucharist as the center of divine Worship, Thessaloniki, 2001, page 334.
[49] Nicholas Kavasilas, “On the divine Liturgy”, 14, Hellenic Fathers 22, 190.
[50] Theodoropoulos Epiphanios, p.46, Zizioulas John, The Unity of the Church in the Divine Eucharist and the Bishop during the three first centuries, Athens 19902 page 211. Also, “the mystery of the Church and the Eucharist in the Light of the Mystery of the Holy Trinity”, text of the 2nd Convention of the Combined Committee for the Theological Dialogue, Munich, 30/6 – 6/7/1982, and “Faith, sacraments and unity of the Church”, text of the 4th plenary session of Orthodox and Roman Catholics, Bari 1987, in Ant.Papadopoulos’ “Theological dialogue of Orthodox and Roman Catholics” (History-Texts-Problems), Thessaloniki, 1993, p.45-61 and 86-103.
[51] Kotsonis Hier., p. 89.
[52] Interpretation on the 6th Laodicean Canon, PG 137, 1349Β.
[53] «…for the ancient Church, and in fact the Eastern one, the correct faith comprised a necessary presupposition for participation in the Divine Eucharist of the Church» W. Elert, Abendmahl und Kirchen gemeinschaft in der alten Kirche hauptsaechlich des Ostens, 1954, in Zizioulas, p. 116.
[54] Against heresies 18, 5, in PG 7, 1028.
[55] Zizioulas John, p. 116-117.
[56] Hieromonk Gregory, The Divine Liturgy, Comments, 19852, p. 250-252.
[57] Zizioulas John, p. 121.
[58] Kotsonis Hier., p. 101-107.
[59]It is characteristic, that the simple, epistolary communication of the Ecumenical Patriarch and the Archbishop of Canterbury in 1869 was evaluated by the Anglicans as a “most amicable and Christian-like acknowledgement on behalf of the Ecumenical Throne regarding the Church of England, as a branch of the universal Church of Christ»,Kotsonis Hier., p. 197.
[60] Saint Nektary, p. 20.
[61] Saint John of the Ladder, Address 31 to pastor, para. 65.
[62] Kapsanis G., p. 160.
[63] Zonaras, Interpretation on the 70th Apostolic Canon, PG 137, 181ΒC.
[64] Valsamon, Interpretation on the 71st Apostolic Canon, PG 137, 181D.
[65] Address by the Rev. Metropolitan of Kalavryta to the Cardinal Walter Kasper (Athens, 11.2.2003), by fr. Theodore Zisis, “Disturbing developments”, in “Theodromia”, 5 (2003), p. 281.
[66] Kotsonis Hier., p 63.
By fr. Anastasios Gotsopoulos
(Parish Priest of Saint Nicholas’ Church of Patrae)