Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2009

Δευτέρα Παρουσία - the Second Coming



Πώς θα αλλάξουν τα αναστημένα σώματα κατά την Δευτέρα Παρουσία;

Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου

Μια μέρα, καθώς προσευχόταν [ο Αγιος Συμεών] με καθαρότητα και συνομιλούσε με τον Θεό, είδε πως ο αέρας άρχισε να φωτίζει το νου του, και ενώ ήταν μέσα στο κελί του, νόμιζε ότι βρισκόταν έξω, σ’ ανοιχτό χώρο. Ήταν νύχτα, που μόλις είχε ξεκινήσει. Τότε άρχισε να φέγγει από ψηλά όπως το πρωινό ροδοχάραμα- ω των φρικτών οπτασιών του ανδρός!-, και το οίκημα κι όλα τ’ άλλα εξαφανίστηκαν, και νόμιζε ότι δεν ήταν καθόλου σε οίκημα. Τον συνέπαιρνε ολότελα θεία έκσταση αντιλαμβανόμενος καλά με τον νου του το φως εκείνο που του εμφανιζόταν. Αυτό μεγάλωνε λίγο –λίγο κι έκανε τον αέρα να φαίνεται πιο λαμπερός κι αισθανόταν τον εαυτό του μ’ ολόκληρο το σώμα του να βρίσκεται έξω από τα γήινα.

Αλλά επειδή εξακολουθούσε να λάμπει ακόμη περισσότερο εκείνο το φως και του φαινόταν σαν ήλιος που μεσουρανώντας έλαμπε από ψηλά, αισθανόταν σαν να στέκεται στο μέσο του φωτός και ότι ολόκληρος ο εαυτός του μαζί με το σώμα του ήταν γεμάτος από χαρά και δάκρυα λόγω της γλυκύτητας που του προξενούσε η παρουσία του. Παράλληλα έβλεπε ότι το ίδιο φως κατά τρόπο θαυμαστό ήρθε σε επαφή με το σώμα του και σιγά-σιγά διαπερνούσε τα μέλη του. Η έκπληξη αυτής της οπτασίας τον απομάκρυνε από την προηγούμενη θεωρία και τον έκανε να αισθάνεται μόνο αυτό το εξαίσιο πράγμα που συνέβαινε μέσα του. Έβλεπε, λοιπόν, ότι το φως εκείνο σιγά-σιγά εισχωρούσε σ’ ολόκληρο το σώμα του, την καρδιά και τα έγκατά του και τον έκανε ολόκληρο σαν φωτιά και φως. Και όπως προηγουμένως το οίκημα, έτσι και τώρα τον έκανε να χάσει την αίσθηση του σχήματος, της θέσεως, του βάρους και την μορφής του σώματος και σταμάτησε κα κλαίει. Τότε ακούει μια φωνή από το φως να του λέει: «Κατά τον ίδιο τρόπο είναι αποφασισμένο ν’ αλλάξουν οι Άγιοι που θα ζουν και θα βρίσκονται ακόμη εδώ κατά την ώρα της έσχατης σάλπιγγας, κι έτσι μεταμορφωμένοι θ’ αρπαγούν, όπως λέει και ο απόστολος Παύλος».

Για πολλές ώρες όντας ο μακάριος σ’ αυτήν την κατάσταση, ανυμνώντας μυστικά και ακατάπαυστα το Θεό και κατανοώντας τη δόξα που τον περιέβαλλε και την αιώνια μακαριότητα που πρόκειται να δοθεί στου Αγίους, άρχισε να σκέφτεται και να μονολογεί μέσα του: «Άραγε θα ξαναγυρίσω πάλι στην προηγούμενη κατάσταση του σώματος μου ή θα ζήσω έτσι συνέχεια;» Μόλις έκανε τη σκέψη αυτή, αμέσως αισθάνθηκε να περιφέρει το σώμα του σαν σκιά ή σαν πνεύμα. Καταλάβαινε ότι είχε γίνει, όπως είπαμε, ολόκληρος με το σώμα του φως χωρίς μορφή, χωρίς σχήμα και άυλο. Και το μεν σώμα του το αισθανόταν ότι υπάρχει, πλην όμως χωρίς υλικές διαστάσεις και σαν πνευματικό. Αισθανόταν δηλαδή να μην έχει καθόλου βάρος ή όγκο κι απορούσε βλέποντας τον εαυτό του που είχε σώμα να είναι σαν ασώματος. Και το φως που λαλούσε μέσα του, όπως και προηγουμένως, του έλεγε και πάλι: «Τέτοιοι θα είναι μετά την ανάσταση στον μέλλοντα αιώνα όλοι οι άγιοι περιβλημένοι ασωμάτως με σώματα πνευματικά ή ελαφρότερα και λεπτότερα και πιο αιθέρια ή παχύτερα και βαρύτερα και πιο γεώδη, από τα οποία θα καθορισθεί για τον καθένα η στάση και η τάξη και η οικείωση με το Θεό».

Αυτά όταν άκουσε ο θεοπτικότατος και θεόληπτος Συμεών κι αφού είδε το ανέκφραστο θεϊκό φως κι ευχαρίστησε τον Θεό, που δόξασε το γένος μας και το έκανε μέτοχο της θεότητας και της βασιλείας Του, ξαναγύρισε πάλι στον εαυτό του και βρέθηκε ξανά μες στο κελί του στην προηγούμενη ανθρώπινη φυσική κατάσταση. Όμως με όρκους διαβεβαίωνε εκείνους με τους οποίους είχε θάρρος και φανέρωνε τα μυστικά του, ότι «για πολλές ημέρες αισθανόμουν αυτή την ελαφρότητα του σώματος χωρίς να καταλαβαίνω καθόλου ούτε κόπο, ούτε πείνα, ούτε δίψα».

Επειδή, λοιπόν, με αυτά ενωνόταν μόνο με το Πνεύμα κι ήταν γεμάτος από τα θεϊκά χαρίσματά Του- και φυσικά είχε καθαρίσει και ο ίδιος πλήρως το νου του-, έβλεπε οπτασίες και φρικτές αποκαλύψεις του Κυρίου όπως παλαιά οι Προφήτες. Έτσι, έχοντας αποστολική διάνοια, επειδή την ύπαρξή του κατηύθυνε και κινούσε το θείο Πνεύμα, είχε και το χάρισμα του λόγου που έβγαινε από τα χείλη του και, ενώ ήταν όπως κι εκείνοι αγράμματος, θεολόγησε και με τα θεόπνευστα συγγράμματα του διδάσκει τους πιστούς την ακρίβεια της ευσεβούς ζωής. Έχοντας ανέλθει σ’ ένα τέτοιο πνευματικό επίπεδο, αρχίζει να συγγράφει ασκητικούς λόγους κατά κεφάλαια για τις διάφορες αρετές και τα πάθη που αντίκεινται σ’ αυτές, από όσα αυτός έμαθε από την προσωπική του ασκητική ζωή και τη θεία γνώση που του δόθηκε, και περιγράφει με ακρίβεια τη μοναχική ζωή για όσους την ασκούν και έτσι γίνεται για τον ισραηλιτικό λαό των μοναχών ποταμός Θεού γεμάτος πνευματικά νερά.



How will the resurrected bodies

be transformed during the Second Coming?

Saint Symeon the New Theologian

One day, while he (Saint Symeon) was saying his prayers with a pure heart and conversing with God, he noticed that the air began to illuminate his mind; Although he continued to be in his cell, he began to feel as though he were in an open space somehow. It was dark outside, the night was already at hand, when a radiance suddenly began to glow from up high, just like the morning light at dawn (what a scary vision befell the poor man!) and his living quarters – along with everything in them – vanished completely from sight, making him believe that he was not inside any room.

He was absolutely overwhelmed by a divine ecstasy, and was fully aware of that light with his mind, as it approached him. The light grew steadily stronger, and made the air seem even brighter than before, and he felt that his entire self - along with his body – had now gone beyond all worldly things.

But, because that light continued to shine more and more, making it seem like a sun shining at mid-day, he felt as though he were actually standing inside that light, and that his entire being – together with his body – was filled with joy and tears, that were generated by the sweetness of that light’s presence.

He also observed that the same light – in some wondrous kind of way – came in contact with his body, and very, very gradually permeated its members. The surprise brought about by this vision drew him away from the previous state of theory and left him feeling only this exquisite sensation that was happening inside him. He watched as that light slowly penetrated his entire body, his heart and his innermost depths, making all of him like a fire and light.

And just as with his living quarters, so did he now lose every sense of form, of place, of weight and of bodily shape, and his tears ceased to fall. Then he heard a voice from within the light, saying to him : “It has been decided, that in this same manner shall the Saints be transformed, who will be living and will still be here, during the hour of the final trumpet, and thus transformed, they will be taken up to the heavens, just as the Apostle Paul says.”

After remaining in this state for many hours, the blessed Symeon in his secret and incessant praise to the Lord, and fully comprehending the glory that had enfolded him, as well as the eternal bliss that was to be bestowed on the Saints, began to wonder and ask himself: “Will I ever return to the previous condition of my body, or shall I live like this continuously?” No sooner had he made this thought, than he immediately began to feel that he was moving about with his body like a shadow or a spirit. He realized that he had become (as we said, with his body as well) a light without a form; something entirely incorporeal. He continued to feel that he possessed a body, yet without its material dimensions, and more like a spiritual one. In other words, he felt as though he lacked all weight or mass whatsoever, and was amazed, how he could have a body and yet seem bodiless.

And the light that spoke inside him, said to him once again: “ Thus will all the Saints be enrobed without the flesh after the resurrection, in the future age, with spiritual bodies that are either lighter and finer and more ethereal, or, denser and heavier and more earthen, which will be the determining factor for each one with regard to their stance, their order and their closeness to God.

After hearing these things, and having seen the inexpressible divine light, the God-sighting and God-possessed Symeon thanked God, Who glorified our species and made it to partake of divinity and His kingdom, and returned once again to his former state, and found himself again inside his cell, in his previous, human condition.

However, he reassured with oaths all those whom he trusted to reveal his secrets, that “for many days after, I could still feel that lightness of body, without feeling any exertion, or hunger, or thirst.”

Given that he partook of these things in the Spirit and was filled with the divine charismas of the Spirit (and of course having fully cleared his mind of all impurities), he was given to see such visions and breathtaking revelations by the Lord, as had the Prophets of old.

Thus, with his apostolic mindset (because his existence was guided and moved by the divine Spirit) he was also given the orator’s charisma, hence whenever words came forth from his mouth –albeit illiterate- he also theologized. With his divinely inspired writings, he teaches the faithful the precision of the pious lifestyle. Having reached spiritual heights such as these, he began to compose ascetic essays, set out in chapters according to the various virtues and the vices that contravened them, by drawing from his own personal ascetic life and the divine knowledge that was bestowed on him, and describing in detail the monastic life for those who practice it, thus becoming to the Israelite nation of monkhood a river of God, full of spiritual waters.