Πρωϊνὴ Προσευχὴ Γέροντος Σοφρωνίου (Νεοελληνικὴ ἀπόδοση)
Ὦ Κύριε, αἰώνιε καὶ Δημιουργὲ τῶν πάντων,
ὁ ὁποῖος μὲ τὴν ἀνεξερεύνητη ἀγαθότητά Σου μὲ κάλεσες σὲ αὐτὴν τὴν ζωή,
ὁ ὁποῖος μου ἔδωσες τὴν χάρη τοῦ Βαπτίσματος καὶ τὴν σφραγῖδα τοῦ ἁγίου Πνεύματος,
ὁ ὁποῖος μὲ προίκισες μὲ τὴν ἐπιθυμία νὰ ἀναζητήσω Ἐσέ, τὸν μόνο ἀληθινὸ Θεό,
εἰσάκουσε τὴν προσευχή μου.
Δὲν ἔχω ζωή, φῶς, χαρὰ, ἢ σοφία,οὔτε δύναμη χωρὶς ἐσένα, ὦ Θεέ.
Ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν μου δὲν τολμῶ νὰ ὑψώσω τοὺς ὀφθαλμούς μου σὲ Ἐσένα.
Ἀλλὰ Σὺ εἶπες στοὺς μαθητές Σου: «Καθετὶ ποὺ θὰ ζητήσετε στὴν προσευχή σας μὲ πίστη, θὰ τὸ λάβετε» καὶ «καθετὶ ποὺ ζητήσετε στὸ ὄνομά μου θὰ γίνει».
Γι᾿ αὐτὸ τολμῶ νὰ Σὲ ἐπικαλεστῶ: Καθάρισέ με ἀπὸ κάθε ρύπο σωματικὸ καὶ πνευματικό.
Δίδαξέ με νὰ προσεύχομαι ὀρθά.
Εὐλόγησε αὐτὴν τὴν μέρα ποὺ χάρισες σὲ ἐμένα, τὸν ἀνάξιο δοῦλο Σου.
Μὲ τὴν δύναμη τῆς εὐλογίας Σου, κάνε με ἱκανὸ συνέχεια νὰ ὁμιλῶ καὶ νὰ ἐργάζομαι γιὰ τὴ δόξα Σου, μὲ καθαρὸ πνεῦμα, ταπείνωση, ὑπομονή, ἀγάπη, εὐγένεια, εἰρήνη, θάρρος καὶ σοφία, νὰ αἰσθάνομαι πάντοτε τὴν παρουσία Σου.
Μὲ τὴν ἄπειρη ἀγαθότητά Σου, ὦ Κύριε Θεὲ Δεῖξε μου τὸν δρόμο τοῦ θελήματός Σου, καὶ δῶσε ὥστε νὰ βαδίζω μπροστά Σου χωρὶς ἁμαρτία.
Ὢ Κύριε, σὲ ἐσένα ὅλες οἱ καρδιὲς εἶναι ἀνοιχτές. Σὺ γνωρίζεις ὅλα ὅσα ἔχω ἀνάγκη. Σὺ γνωρίζεις τὴν τυφλότητα καὶ τὴν ἄγνοιά μου. Σὺ γνωρίζεις τὴν ἀστάθεια καὶ τὴν διαφθορὰ τῆς ψυχῆς μου.
Ἀλλὰ οὔτε ὁ πόνος καὶ ἡ ἀγωνία μου εἶναι κρυμμένα ἀπὸ Σένα.
Δέξου, σὲ παρακαλῶ τὴν προσευχή μου καὶ μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα Σου, δίδαξέ με δρόμο ποὺ πρέπει νὰ πορευθῶ.
Καὶ ὅταν ἡ διεστραμμένη μου θέληση μὲ ὁδηγήσει σὲ ἄλλους δρόμους, μὴν μὲ ἀφήσεις νὰ χαθῶ, ἀλλὰ κάνε με νὰ ἐπιστρέψω σὲ Ἐσένα.
Δῶσε μου μὲ τὴν δύναμη τῆς ἀγάπης Σου νὰ κρατηθῶ σταθερὰ στὸ ἀγαθό.
Φύλαξέ με ἀπὸ κάθε λόγο ἢ πράξη ποὺ μπορεῖ νὰ καταστρέψει τὴν ψυχή, ἀπὸ κάθε ἐπιθυμία ποὺ μπορεῖ νὰ δυσαρεστήσει καὶ νὰ βλάψει τὸν ἀδελφό μου.
Δίδαξέ με πῶς πρέπει καὶ τί πρέπει νὰ λέγω.
Ἂν εἶναι θέλημά Σου νὰ μὴν ἀπαντῶ, δῶσε μου πνεῦμα εἰρηνικῆς σιωπῆς ποὺ νὰ μὴν προκαλεῖ λύπη ἢ πόνο στὸν ἀδελφό μου.
Στήριξέ με στὸν δρόμο τῶν ἐντολῶν Σου καὶ μέχρι τὴν τελευταία μου πνοή, δῶσε νὰ μὴν ἀπομακρυνθῶ ἀπὸ τὸ φῶς τῶν ἐντολῶν Σου.
Οἱ ἐντολές Σου ἂς γίνουν ὁ μόνος νόμος στὴν ζωή μου στὴ γῆ καὶ σ᾿ ὅλη τὴν αἰωνιότητα.
Ὦ Θεὲ, σὲ παρακαλῶ, ἐλέησέ με.
Λύτρωσέ με ἀπὸ τὴ θλίψη καὶ τὴν ἀθλιότητά μου καὶ μὴν κρύβεις ἀπὸ μένα τὸν δρόμο τῆς σωτηρίας.
Μέσα στὴν μωρία μου Θεέ μου, Σοῦ ζήτησα πολλὰ πράγματα καὶ μεγάλα.
Θυμᾶμαι τὴν ἀγένεια, τὴν φαυλότητά μου καὶ τὴν ἀδυναμία μου καὶ κράζω: ἐλέησέ με.
Μὴ μὲ ἀπομακρύνεις ἀπὸ τὸ Πρόσωπό Σου ἐξαιτίας τῆς ἀλαζονείας μου.
Δῶσε καὶ αὔξησε σὲ μένα τὴ δύναμη νὰ Σὲ ἀγαπῶ σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολές Σου, ἐγὼ ὁ χειρότερος τῶν ἀνθρώπων, μὲ ὅλη μου τὴν καρδιά, μὲ ὅλη μου τὴν ψυχή, μὲ ὅλη μου τὴν διάνοια, μὲ ὅλη μου τὴν δύναμη, καὶ μὲ ὅλη μου τὴν ὕπαρξη.
Ναί, ὦ Θεέ, μὲ τὸ ἅγιο Πνεῦμα Σου, Δίδαξέ με δίκαια κρίση καὶ γνώση.
Δῶσε μου τὴν γνώση τῆς δικῆς Σου ἀλήθειας, πρὶν ἔλθει τὸ τέλος μου.
Διατήρησε τὴν ζωή μου στὸν κόσμο τοῦτο, μέχρι νὰ μπορέσω νὰ σοῦ προσφέρω ἄξια μετάνοια.
Μὴ μὲ ὁδηγήσεις σὲ θάνατο στὴν μέση τῶν ἡμερῶν μου, οὔτε ἐνόσω ὁ νοῦς μου εἶναι τυφλωμένος.
Ὅταν ὅμως θελήσεις νὰ βάλεις τέρμα στὴν ζωή μου, νὰ μοῦ τὸ δείξεις ἀπὸ πρωτύτερα γιὰ νὰ προετοιμάσω τὴν ψυχή μου πρὶν παρουσιαστεῖ μπροστά Σου.
Νὰ εἶσαι μαζί μου κατὰ τὴν φοβερὴ αὐτὴ ὥρα καὶ νὰ μοῦ δωρίσεις τὴν χαρὰ τῆς σωτηρίας.
Καθάρισέ με ἀπὸ τὶς κρυφὲς ἁμαρτίες μου καὶ ἀπ᾿ ὅλη τὴν ἀχαριστία ποὺ ἔχω μέσα μου καὶ δώρισέ μου καλὴ ἀπολογία μπροστὰ στὸν θρόνο τῆς κρίσης Σου.
Ναί, ὦ Θεέ, μὲ τὸ μεγάλο Σου ἔλεος καὶ τὴν ἀμέτρητη ἀγάπη Σου γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος, ἄκουσε τὴν προσευχή μου.
ὁ ὁποῖος μὲ τὴν ἀνεξερεύνητη ἀγαθότητά Σου μὲ κάλεσες σὲ αὐτὴν τὴν ζωή,
ὁ ὁποῖος μου ἔδωσες τὴν χάρη τοῦ Βαπτίσματος καὶ τὴν σφραγῖδα τοῦ ἁγίου Πνεύματος,
ὁ ὁποῖος μὲ προίκισες μὲ τὴν ἐπιθυμία νὰ ἀναζητήσω Ἐσέ, τὸν μόνο ἀληθινὸ Θεό,
εἰσάκουσε τὴν προσευχή μου.
Δὲν ἔχω ζωή, φῶς, χαρὰ, ἢ σοφία,οὔτε δύναμη χωρὶς ἐσένα, ὦ Θεέ.
Ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν μου δὲν τολμῶ νὰ ὑψώσω τοὺς ὀφθαλμούς μου σὲ Ἐσένα.
Ἀλλὰ Σὺ εἶπες στοὺς μαθητές Σου: «Καθετὶ ποὺ θὰ ζητήσετε στὴν προσευχή σας μὲ πίστη, θὰ τὸ λάβετε» καὶ «καθετὶ ποὺ ζητήσετε στὸ ὄνομά μου θὰ γίνει».
Γι᾿ αὐτὸ τολμῶ νὰ Σὲ ἐπικαλεστῶ: Καθάρισέ με ἀπὸ κάθε ρύπο σωματικὸ καὶ πνευματικό.
Δίδαξέ με νὰ προσεύχομαι ὀρθά.
Εὐλόγησε αὐτὴν τὴν μέρα ποὺ χάρισες σὲ ἐμένα, τὸν ἀνάξιο δοῦλο Σου.
Μὲ τὴν δύναμη τῆς εὐλογίας Σου, κάνε με ἱκανὸ συνέχεια νὰ ὁμιλῶ καὶ νὰ ἐργάζομαι γιὰ τὴ δόξα Σου, μὲ καθαρὸ πνεῦμα, ταπείνωση, ὑπομονή, ἀγάπη, εὐγένεια, εἰρήνη, θάρρος καὶ σοφία, νὰ αἰσθάνομαι πάντοτε τὴν παρουσία Σου.
Μὲ τὴν ἄπειρη ἀγαθότητά Σου, ὦ Κύριε Θεὲ Δεῖξε μου τὸν δρόμο τοῦ θελήματός Σου, καὶ δῶσε ὥστε νὰ βαδίζω μπροστά Σου χωρὶς ἁμαρτία.
Ὢ Κύριε, σὲ ἐσένα ὅλες οἱ καρδιὲς εἶναι ἀνοιχτές. Σὺ γνωρίζεις ὅλα ὅσα ἔχω ἀνάγκη. Σὺ γνωρίζεις τὴν τυφλότητα καὶ τὴν ἄγνοιά μου. Σὺ γνωρίζεις τὴν ἀστάθεια καὶ τὴν διαφθορὰ τῆς ψυχῆς μου.
Ἀλλὰ οὔτε ὁ πόνος καὶ ἡ ἀγωνία μου εἶναι κρυμμένα ἀπὸ Σένα.
Δέξου, σὲ παρακαλῶ τὴν προσευχή μου καὶ μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα Σου, δίδαξέ με δρόμο ποὺ πρέπει νὰ πορευθῶ.
Καὶ ὅταν ἡ διεστραμμένη μου θέληση μὲ ὁδηγήσει σὲ ἄλλους δρόμους, μὴν μὲ ἀφήσεις νὰ χαθῶ, ἀλλὰ κάνε με νὰ ἐπιστρέψω σὲ Ἐσένα.
Δῶσε μου μὲ τὴν δύναμη τῆς ἀγάπης Σου νὰ κρατηθῶ σταθερὰ στὸ ἀγαθό.
Φύλαξέ με ἀπὸ κάθε λόγο ἢ πράξη ποὺ μπορεῖ νὰ καταστρέψει τὴν ψυχή, ἀπὸ κάθε ἐπιθυμία ποὺ μπορεῖ νὰ δυσαρεστήσει καὶ νὰ βλάψει τὸν ἀδελφό μου.
Δίδαξέ με πῶς πρέπει καὶ τί πρέπει νὰ λέγω.
Ἂν εἶναι θέλημά Σου νὰ μὴν ἀπαντῶ, δῶσε μου πνεῦμα εἰρηνικῆς σιωπῆς ποὺ νὰ μὴν προκαλεῖ λύπη ἢ πόνο στὸν ἀδελφό μου.
Στήριξέ με στὸν δρόμο τῶν ἐντολῶν Σου καὶ μέχρι τὴν τελευταία μου πνοή, δῶσε νὰ μὴν ἀπομακρυνθῶ ἀπὸ τὸ φῶς τῶν ἐντολῶν Σου.
Οἱ ἐντολές Σου ἂς γίνουν ὁ μόνος νόμος στὴν ζωή μου στὴ γῆ καὶ σ᾿ ὅλη τὴν αἰωνιότητα.
Ὦ Θεὲ, σὲ παρακαλῶ, ἐλέησέ με.
Λύτρωσέ με ἀπὸ τὴ θλίψη καὶ τὴν ἀθλιότητά μου καὶ μὴν κρύβεις ἀπὸ μένα τὸν δρόμο τῆς σωτηρίας.
Μέσα στὴν μωρία μου Θεέ μου, Σοῦ ζήτησα πολλὰ πράγματα καὶ μεγάλα.
Θυμᾶμαι τὴν ἀγένεια, τὴν φαυλότητά μου καὶ τὴν ἀδυναμία μου καὶ κράζω: ἐλέησέ με.
Μὴ μὲ ἀπομακρύνεις ἀπὸ τὸ Πρόσωπό Σου ἐξαιτίας τῆς ἀλαζονείας μου.
Δῶσε καὶ αὔξησε σὲ μένα τὴ δύναμη νὰ Σὲ ἀγαπῶ σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολές Σου, ἐγὼ ὁ χειρότερος τῶν ἀνθρώπων, μὲ ὅλη μου τὴν καρδιά, μὲ ὅλη μου τὴν ψυχή, μὲ ὅλη μου τὴν διάνοια, μὲ ὅλη μου τὴν δύναμη, καὶ μὲ ὅλη μου τὴν ὕπαρξη.
Ναί, ὦ Θεέ, μὲ τὸ ἅγιο Πνεῦμα Σου, Δίδαξέ με δίκαια κρίση καὶ γνώση.
Δῶσε μου τὴν γνώση τῆς δικῆς Σου ἀλήθειας, πρὶν ἔλθει τὸ τέλος μου.
Διατήρησε τὴν ζωή μου στὸν κόσμο τοῦτο, μέχρι νὰ μπορέσω νὰ σοῦ προσφέρω ἄξια μετάνοια.
Μὴ μὲ ὁδηγήσεις σὲ θάνατο στὴν μέση τῶν ἡμερῶν μου, οὔτε ἐνόσω ὁ νοῦς μου εἶναι τυφλωμένος.
Ὅταν ὅμως θελήσεις νὰ βάλεις τέρμα στὴν ζωή μου, νὰ μοῦ τὸ δείξεις ἀπὸ πρωτύτερα γιὰ νὰ προετοιμάσω τὴν ψυχή μου πρὶν παρουσιαστεῖ μπροστά Σου.
Νὰ εἶσαι μαζί μου κατὰ τὴν φοβερὴ αὐτὴ ὥρα καὶ νὰ μοῦ δωρίσεις τὴν χαρὰ τῆς σωτηρίας.
Καθάρισέ με ἀπὸ τὶς κρυφὲς ἁμαρτίες μου καὶ ἀπ᾿ ὅλη τὴν ἀχαριστία ποὺ ἔχω μέσα μου καὶ δώρισέ μου καλὴ ἀπολογία μπροστὰ στὸν θρόνο τῆς κρίσης Σου.
Ναί, ὦ Θεέ, μὲ τὸ μεγάλο Σου ἔλεος καὶ τὴν ἀμέτρητη ἀγάπη Σου γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος, ἄκουσε τὴν προσευχή μου.
Prayer at Daybreak by Archimandrite Sophrony
O Lord Eternal and Creator of all things,
Who of Thy inscrutable goodness called me to this life;
Who bestowed on me the grace of Baptism and the Seal of the Holy Spirit;
Who imbued me with the desire to seek Thee, the one true God: hear my prayer.
I have no life, no light, no joy or wisdom; no strength except in Thee, O God.
Because of my unrighteousness I dare not raise my eyes to Thee. But Thou said to Thy disciples,
'Whatsoever you shall ask in prayer believing, you shall receive.' and
'Whatsoever you shall ask in my name, that will I do.'
Wherefore I dare to invoke Thee. Purify me from all taint of flesh and spirit.
Teach me to pray aright.
Bless this day which Thee give unto me, Thy unworthy servant.
By the power of Thy blessing enable me at all times to speak and act to Thy glory with a pure spirit, with humility, patience, love, gentleness, peace, courage and wisdom: aware always of Thy presence.
Of Thy immense goodness, O Lord God, show me the path of Thy will, and grant me to walk in Thy sight without sin.
O Lord, unto Whom all hearts be open, Thee know what things I have need of.
Thee are acquainted with my blindness and my ignorance, Thee know my infirmity and my soul's corruption;
but neither are my pain and anguish hid from Thee.
Wherefore I beseech Thee, hear my prayer and by Thy Holy Spirit teach me the way wherein I should walk; and when my perverted will would lead me down other paths
Spare me not O Lord, but force me back to Thee.
By the power of Thy love, grant me to hold fast to that which is good.
Preserve me from every word or deed that corrupts the soul; from every impulse unpleasing
in Thy sight and hurtful to my brother-man.
Teach me what I should say and how I should speak.
If it be Thy will that I make no answer, inspire me to keep silent in a spirit of peace
that causes neither sorrow nor hurt to my fellow man.
Establish me in the path of Thy commandments and to my last breath let me not stray from the light of Thy ordinances, that Thy commandments may become the sole law of my being on this earth and all eternity.
Yea, Lord, I pray to Thee, have pity on me.
Spare me in my affliction and my misery and hide not the way of salvation from me.
In my foolishness, O God, I plead with Thee for many and great things.
Yet am I ever mindful of my wickedness, my baseness, my vileness. Have mercy upon me.
Cast me not away from your presence because of my presumption.
Do Thee rather increase in me this presumption, and grant unto me, the worst of men,
to love Thee as Thee have commanded, with all my heart, and with all my soul,
and with all my mind, and with all my strength: with my whole being.
Yea, O Lord, by Thy Holy Spirit, teach me good judgment and knowledge.
Grant me to know Thy truth before I go down into the grave.
Maintain my life in this world until I may offer unto Thee worthy repentance.
Take me not away in the midst of my days, nor while my mind is still blind.
When Thee shall be pleased to bring my life to an end, forewarn me that I may prepare my soul to come before Thee. Be with me, O Lord, at that dread hour and grant me the joy of salvation.
Cleanse me from secret faults, from all iniquity that is hidden in me; and give me a right answer
before Thy judgment-seat.
Yea, Lord, of Thy great mercy and immeasurable love for mankind.
Who of Thy inscrutable goodness called me to this life;
Who bestowed on me the grace of Baptism and the Seal of the Holy Spirit;
Who imbued me with the desire to seek Thee, the one true God: hear my prayer.
I have no life, no light, no joy or wisdom; no strength except in Thee, O God.
Because of my unrighteousness I dare not raise my eyes to Thee. But Thou said to Thy disciples,
'Whatsoever you shall ask in prayer believing, you shall receive.' and
'Whatsoever you shall ask in my name, that will I do.'
Wherefore I dare to invoke Thee. Purify me from all taint of flesh and spirit.
Teach me to pray aright.
Bless this day which Thee give unto me, Thy unworthy servant.
By the power of Thy blessing enable me at all times to speak and act to Thy glory with a pure spirit, with humility, patience, love, gentleness, peace, courage and wisdom: aware always of Thy presence.
Of Thy immense goodness, O Lord God, show me the path of Thy will, and grant me to walk in Thy sight without sin.
O Lord, unto Whom all hearts be open, Thee know what things I have need of.
Thee are acquainted with my blindness and my ignorance, Thee know my infirmity and my soul's corruption;
but neither are my pain and anguish hid from Thee.
Wherefore I beseech Thee, hear my prayer and by Thy Holy Spirit teach me the way wherein I should walk; and when my perverted will would lead me down other paths
Spare me not O Lord, but force me back to Thee.
By the power of Thy love, grant me to hold fast to that which is good.
Preserve me from every word or deed that corrupts the soul; from every impulse unpleasing
in Thy sight and hurtful to my brother-man.
Teach me what I should say and how I should speak.
If it be Thy will that I make no answer, inspire me to keep silent in a spirit of peace
that causes neither sorrow nor hurt to my fellow man.
Establish me in the path of Thy commandments and to my last breath let me not stray from the light of Thy ordinances, that Thy commandments may become the sole law of my being on this earth and all eternity.
Yea, Lord, I pray to Thee, have pity on me.
Spare me in my affliction and my misery and hide not the way of salvation from me.
In my foolishness, O God, I plead with Thee for many and great things.
Yet am I ever mindful of my wickedness, my baseness, my vileness. Have mercy upon me.
Cast me not away from your presence because of my presumption.
Do Thee rather increase in me this presumption, and grant unto me, the worst of men,
to love Thee as Thee have commanded, with all my heart, and with all my soul,
and with all my mind, and with all my strength: with my whole being.
Yea, O Lord, by Thy Holy Spirit, teach me good judgment and knowledge.
Grant me to know Thy truth before I go down into the grave.
Maintain my life in this world until I may offer unto Thee worthy repentance.
Take me not away in the midst of my days, nor while my mind is still blind.
When Thee shall be pleased to bring my life to an end, forewarn me that I may prepare my soul to come before Thee. Be with me, O Lord, at that dread hour and grant me the joy of salvation.
Cleanse me from secret faults, from all iniquity that is hidden in me; and give me a right answer
before Thy judgment-seat.
Yea, Lord, of Thy great mercy and immeasurable love for mankind.