Κυριακή 5 Ιουλίου 2009

Γιατί εγκατέλειψα τον παπισμό - Why I abandoned Papism











Γιατί εγκατέλειψα τον παπισμό


Πάπας και Παπισμός,

Ιεροδιακόνου Paul Ballester Convalier, μετέπειτα Επισκόπου Ναζιανζού και Βοηθού Επισκόπου της Αρχιεπισκοπής Αμερικής για το Μεξικό, κ. Παύλου(1970 - †1984). Ισπανού πρώην φραγκισκανού Μοναχού, που εγκατέλειψε τον Παπισμό και ασπάσθηκε την Ορθοδοξία. Εγράφη το 1953 και δημοσιεύθηκε σε δύο συνέχειες στο περιοδικό «Κιβωτός», τον Ιούλιο (σελ. 285-291) και το Δεκέμβριο (σελ. 483-485). Αναδημοσιεύθηκε στη «Θεοδρομία», τεύχος 1, Ιανουάριος - Μάρτιος 2006.


Ένα φρικτό δίλημμα

Η μεταστροφή μου στην Ορθοδοξία άρχισε μια μέρα, που διόρθωνα τους καταλόγους της βιβλιοθήκης του μοναστηριού στο οποίο ανήκα. Το μοναστήρι αυτό είναι του Τάγματος του Αγίου Φραγκίσκου και βρίσκεται στην πατρίδα μου την Ισπανία. Ενώ ταξινομούσα διάφορα παλαιά έγγραφα σχετικά με την Ιερά Εξέτασι, έπεσε στα χέρια μου ένα έγγραφο αληθινά καταπληκτικό, χρονολογούμενο από το έτος 1647. Στο έγγραφο αυτό αναφερόταν μια απόφασις της Ιεράς Εξετάσεως, που αναθεμάτιζε ως αιρετικό κάθε χριστιανό ο οποίος θα τολμούσε να πιστεύση, να παραδεχθή και να μεταδώση σε άλλους το ότι ο Απόστολος Παύλος στηριζόταν στο αποστολικό κύρος του. Επρόκειτο για ένα εύρημα φρικτό, που δε μπορούσε να χωρέση ο νούς μου. Σκέφθηκα αμέσως, για να καθησυχάσω την ψυχή μου, ότι ίσως επρόκειτο για τυπογραφικό λάθος ή για μια πλαστογράφησι, πράγμα που άλλωστε ήταν συνηθισμένο στην Δυτική Εκκλησία εκείνης της εποχής, στην οποία αναφερόταν το κείμενο. Αλλά η ταραχή και η έκπληξίς μου έγινε μεγαλύτερη όταν ερεύνησα και διεπίστωσα ότι εκείνη η απόφασις της Ιεράς Εξετάσεως που αναφερόταν στο έγγραφο ήταν αυθεντική. Πράγματι, ήδη σε δύο περιπτώσεις προγενέστερες, δηλαδή στα 1327 και 1351, οι Πάπαι Ιωάννης ΚΒ' και Κλήμης ΣΤ' διαδοχικώς είχαν καταδικάσει και αναθεματίσει κάθε έναν που θα τολμούσε να αρνηθή ότι ο απόστολος Παύλος, καθ, όλη τη διάρκεια του αποστολικού του βίου, είχε απολύτως υποταχθή στην μοναρχική εκκλησιαστική αυθεντία του πρώτου Πάπα και Βασιλέως της Εκκλησίας, δηλαδή του αποστόλου Πέτρου. Και πολύ αργότερα, ο Πίος Ι' στα 1907 και ο Βενέδικτος ΙΕ' στα 1920 είχαν επαναλάβει τα ίδια αναθέματα και τις ίδιες καταδίκες.

Έπρεπε λοιπόν να αποκλείσω κάθε πιθανότητα αβλεψίας ή πλαστογραφήσεως. Κι έτσι αντιμετώπισα αμέσως ένα σοβαρό πρόβλημα συνειδήσεως.
Προσωπικά, μου ήταν αδύνατο να παραδεχθώ ότι ο απόστολος Παύλος διατελούσε κάτω από οιοδήποτε Παπικό πρόσταγμα. Η ανεξαρτησία του αποστολικού του έργου ανάμεσα στα έθνη απέναντι εκείνης που χαρακτήριζε την αποστολή του Πέτρου ανάμεσα στους περιτετμημένους ήταν για μένα ένα ατράνταχτο γεγονός που το φώναζε η Αγία Γραφή.
Το πράγμα ήταν για μένα καταφάνερο, αφού οι εξηγητικές εργασίες των Πατέρων σ' αυτό το σημείο δεν αφήνουν τόπο στην παραμικρά αμφιβολία. « Ο Παύλος- γράφει ο ιερός Χρυσόστομος- διακηρύσσει την ισότητά του με τους άλλους αποστόλους και θέλει να συγκριθή, όχι μονάχα με όλους τους άλλους, αλλά και με τον πρώτο απ' αυτούς, για ν' αποδείξη ότι ο καθένας τους είχε το ίδιο κύρος». Πράγματι, ομοθυμαδόν όλοι οι Πατέρες παραδέχονται ότι «όλοι οι λοιποί απόστολοι ήσαν το ίδιο που ήταν ο Πέτρος, δηλαδή ήσαν περιβεβλημένοι την ίδια τιμή κι' εξουσία». Είναι αδύνατο οποιοσδήποτε απ' αυτούς να ασκούσε εξουσία ανώτερη στους άλλους, διότι ο αποστολικός τίτλος που είχε ο καθένας τους ήταν «η μεγαλύτερη αυθεντία, η κορυφή όλων των εξουσιών». «Όλοι ήσαν ποιμένες, ενώ τι ποίμνιο ήταν ένα. Και το ποίμνιο αυτό ποιμαινόταν από τους αποστόλους με ομόθυμη όλων συγκατάνευσι».
Το ζήτημα ήταν, λοιπόν, κατακάθαρο. Κι όμως, η ρωμαϊκή διδασκαλία εδώ ήταν αντίθετη από τα πράγματα. Έτσι εισήλθα για πρώτη φορά στη ζωή μου σ' ένα τρομακτικό δίλημμα. Τι θα διάλεγα: Από το ένα μέρος το Ευαγγέλιο και την Ιερά Παράδοσι, ή τη διδασκαλία της Εκκλησίας μου από το άλλο μέρος; Σύμφωνα με τη ρωμαϊκή θεολογία είναι απαραίτητο για τη σωτηρία να πιστεύουμε ότι η Εκκλησία είναι καθαρή μοναρχία, της οποίας μονάρχης είναι ο Πάπας. Έτσι, η σύνοδος του Βατικανού, συνοψίζοντας όλες τις προγενέστερες καταδίκες, διεκήρυξε επίσημα ότι «εάν κανείς πη...ότι ο Πέτρος (θεωρούμενος ως ο πρώτος Πάπας) δεν διωρίσθηκε από τον Χριστό ως αρχηγός των Αποστόλων και Κεφαλή ορατή όλης της Εκκλησίας...είναι υπό ανάθεμα».

Απευθύνομαι στο εξομολόγο μου

Μέσα σ' αυτό το ψυχικό κλονισμό, απευθύνθηκα στον πνευματικό μου και του εξέθεσα με αφέλεια το ζήτημα. Ήταν ένας από τους πιο ξακουστούς ιερείς του μοναστηριού μας. Με άκουσε με στενοχώρια, καταλαβαίνοντας ότι επρόκειτο για πολύ δύσκολο πρόβλημα. Αφού σκέφθηκε μερικές στιγμές, αναζητώντας ματαίως μια ικανοποιητική λύσι, μου είπε τέλος τα εξής, που ομολογώ δεν τα περίμενα:
- Η Γραφή και οι Πατέρες σας έκαμαν κακό, τέκνο μου. Βάλτε κι αυτή κι εκείνους κατά μέρος και περιορισθήτε στο να ακολουθήτε πιστά τις αλάθητες διδασκαλίες της Εκκλησίας μας και μην αφήνετε τον εαυτό σας να γίνεται λεία τέτοιων σκέψεων. Μην επιτρέψετε ποτέ να σκανδαλίζουν την πίστη σας στο Θεό και την Εκκλησία πλάσματα του Θεού, οποιαδήποτε κι αν είναι αυτά.
Αυτή η απάντησις που εδόθη με πολλή φυσικότητα, συνετέλεσε ώστε η σύγχυσίς μου να μεγαλώση. Πάντοτε παραδεχόμουν ότι ακριβώς ο Λόγος του Θεού είναι το μόνο πράγμα που δεν μπορεί κανείς να παραμερίση.
Χωρίς να μου δώση καιρό να προβάλω καμμιά ένστασι, ο πνευματικός μου πρόσθεσε:
- Για αντάλλαγμα, θα σας δώσω ένα κατάλογο διακεκριμένων συγγραφέων, στα έργα των οποίων θα αναπαυθή και θα στηριχθή η πίστις σας. Διότι σ' αυτά θα βρήτε τη διδασκαλία της Εκκλησίας μας χωρίς αγκάθια.
Και ρωτώντας με αν είχα κάτι άλλο «πιο ενδιαφέρον» να του εκθέσω, έθεσε τέρμα στη συνομιλία μας.
Μερικές μέρες αργότερα, ο πνευματικός μου ανεχώρησε από το μοναστήρι σε μία περιοδεία κηρυγμάτων που θα έκανε σε διάφορες εκκλησίες του Τάγματος. Μου άφησε τον πίνακα των συγγραφέων, συνιστώντας μου να τους διαβάσω. Και με παρεκάλεσε να του κάνω γνωστές τις προόδους μου σ' αυτό το διάβασμα με γράμματα που θα του έστελνα.
Αν και τα λόγια του δεν με είχαν πείσει καθόλου, μάζεψα αυτά τα βιβλία και άρχισα να τα διαβάζω με όλη τη δυνατή αντικειμενικότητα και προσοχή.
Τα περισσότερα από τα βιβλία αυτά ήσαν θεολογικά κείμενα και εγχειρίδια παπικών αποφάσεων, καθώς και «οικουμενικών» συνόδων. Ρίχθηκα στη μελέτη τους με ειλικρινές ενδιαφέρων, έχοντας ως μόνο οδηγό μου την Αγία Γραφή, «λύχνον τοις ποσί μου και φως εις τας τρίβους μου».
Καθώς προχωρούσα στο διάβασμα των βιβλίων εκείνων, καταλάβαινα ολοένα και καλύτερα, ότι ως τότε αγνοούσα αρκετά τη φύσι της Εκκλησίας μου. Έχοντας προσηλυτισθή στον Χριστιανισμό και βαπτισθή μόλις τελείωσα τις εγκύκλιες σπουδές μου, ακολούθησα κατόπιν φιλοσοφικές σπουδές και τότε που σας μιλώ βρισκόμουν μόλις στις αρχές των θεολογικών μελετών. Επρόκειτο για μιά επιστήμη ολότελα νέα για μένα. Μέχρις εκείνη την ώρα Χριστιανισμός και Ρωμαϊκή Εκκλησία ήταν για μένα ένα αμάλγαμα, κάτι το αξεχώριστο απολύτως, Στη μοναστική μου ζωή με απασχολούσε μονάχα η καθαρώς υπερφυσική τους όψις και δεν μου είχε δοθή ακόμη η ευκαιρία να εξετάσω κατά βάθος τις βάσεις και τους λόγους της οργανικής συστάσεως της Εκκλησίας μου.

Η τερατώδης διδασκαλία περί Πάπα

Ακριβώς, λοιπόν, μέσα σ' εκείνη την ανθοδέσμη κειμένων που σοφά είχε συνθέσει ο πνευματικός μου προϊστάμενος άρχισε να μου αποκαλύπτεται στην πραγματική φύσι του ο παράξενος αυτός μοναρχικός θρησκευτικός οργανισμός, που λέγεται Ρωμαϊκή Εκκλησία. Υποθέτω, ότι μια σύνοψις των χαρακτηριστικών της δεν είναι εδώ περιττή.
Πρώτα-πρώτα, για τον ρωμαϊκό καθολικισμό η χριστιανική Εκκλησία «δεν είναι παρά μια απόλυτη μοναρχία», της οποίας μονάρχης είναι ο Πάπας, ενεργώντας σε κάθε τομέα ως τέτοιος. Στην παπική αυτή μοναρχία «υφίσταται όλη η δύναμις και η στερεότης της Εκκλησίας», η οποία «αλλοιώς δεν θα υφίστατο». Ο ίδιος ο Χριστιανισμός στηρίζεται εξ ολοκλήρου στην παπωσύνη. Κάτι πιο πολύ ακόμη. «Η παπωσύνη είναι το πιο σπουδαίο στοιχείο του Χριστιανισμού», «η αποκορύφωσίς του και η ουσία του».
Η μοναρχική αυθεντία του Πάπα ως Αρχηγού υπερτάτου και ως κεφαλής ορατής της Εκκλησίας, Ακρογωνιαίου λίθου, Παγκοσμίου Αλάθητου Διδασκάλου της Πίστεως, Αντιπροσώπου του Θεού πάνω στη Γη, Ποιμένος των Ποιμένων και Άκρου Αρχιερέως, είναι πλήρως δυναμική και εξουσιαστική και αγκαλιάζει όλα τα διδασκαλικά και νομοθετικά δικαιώματα που έχει η Εκκλησία. Εκτείνεται «Θείω δικαίω» πάνω σε όλους και χωριστά πάνω σε καθένα βαπτισμένο άνθρωπο σ΄ όλον τον κόσμο. Αυτή η δικτατορική εξουσία μπορεί όθεν οποτεδήποτε να ασκηθή απ' ευθείας σε οποιονδήποτε χριστιανό, είτε λαϊκός είναι αυτός είτε κληρικός, και σε οποιαδήποτε Εκκλησία οποιουδήποτε λειτουργικού τύπου και γλώσσης κι' αν είναι, δεδομένου ότι ο Πάπας είναι ο υπερεπίσκοπος σε κάθε εκκλησιαστική επισκοπή του κόσμου.
Όσοι αρνούνται να του αναγνωρίσουν όλη αυτή την εξουσία και δεν υποτάσσονται σ' αυτή τυφλά είναι σχισματικοί, αιρετικοί, ασεβείς και ιερόσυλοι και οι ψυχές τους είναι από τώρα προωρισμένες για την αιωνία καταδίκη, διότι είναι απαραίτητο για τη σωτηρία μας να πιστεύουμε στο θείο καθίδρυμα της παπωσύνης και να υποτασσόμαστε σ' αυτή και στους εκπροσώπους της. Ο Πάπας έτσι ενσαρκώνει εκείνον τον φανταστικό Άρχοντα, που ο Κικέρων προφήτεψε, γράφοντας ότι θα πρέπει όλοι να τον αναγνωρίσουν για να σωθούν.
Πάντα κατά την ρωμαϊκή διδασκαλία, «δεδομένου ότι ο Πάπας έχει το δικαίωμα να επεμβαίνη και να κρίνη όλα τα πνευματικά ζητήματα όλων και καθ' ενός ξεχωριστά των χριστιανών, πολύ περισσότερο έχει το δικαίωμα να κάνη το ίδιο και στις κοσμικές υποθέσεις τους. Δεν μπορεί να περιορισθή μόνο στο να δικάζη με πνευματικές ποινές, στερώντας την αιωνία σωτηρία σ' εκείνους που δεν του υποτάσσονται, αλλά έχει επίσης και το δικαίωμα να ασκή και κοσμική εξουσία πάνω στους πιστούς. Διότι και η Εκκλησία έχει δύο μάχαιρες, σύμβολο της πνευματικής και της κοσμικής δυνάμεως. Η πρώτη απ' αυτές είναι στο χέρι του κλήρου, η άλλη στο χέρι των βασιλέων και των στρατιωτών, οι οποίοι όμως είναι και αυτοί κάτω από τη θέλησι και στην υπηρεσία του κλήρου».
Ο Πάπας, ισχυριζόμενος ότι είναι στη γη αντιπρόσωπος Εκείνου του οποίου «η βασιλεία ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου»,Εκείνου που απαγόρευσε στους Αποστόλους να μιμούνται τους βασιλείς της γης οι οποίοι «κυριεύουσι των εθνών», αυτοτιτλοφορείται και κοσμικός βασιλεύς, συνεχίζοντας έτσι την ιμπεριαλιστική παράδοση της Ρώμης. Κατά διαφόρους καιρούς έγινε πράγματι κύριος μεγάλων εδαφικών εκτάσεων, έκαμε αιματηρούς πολέμους εναντίων άλλων Χριστιανών βασιλέων για την απόκτησι και άλλων εδαφών, ή απλώς διψώντας κι' άλλα πλούτη και εξουσίες. Είχε μυριάδες σκλάβους. Έπαιζε ουσιαστικό ρόλο και πολλές φορές αποφασιστικό στην πολιτική ιστορία. Το καθήκον των χριστιανών αρχόντων είναι να υποχωρούν μπροστά στον «θείω δικαίω βασιλέα»παραχωρώντας του αυτό το βασίλειο κι αυτόν τον θρόνο τον πολιτικο-εκκλησιαστικό, «που έγινε για να εξευγενίση και να στερεώση όλους τους άλλους θρόνους του κόσμου». Σήμερα το κοσμικό βασίλειο του Πάπα είναι περιορισμένο στην πόλι του Βατικανού. Πρόκειται για κράτος αυτόνομο με διπλωματικούς εκπροσώπους στις κυβερνήσεις και των δύο ημισφαιρίων, με στρατό, όπλα, αστυνομία, φυλακές, νόμισμα κ.λ.π.
Και ως κορώνα και κορυφή της παντοδυναμίας του ο Πάπας κατέχει ακόμη ένα τρομερό προνόμιο, μοναδικό στον κόσμο. ¨Ένα τερατώδες και εξωτικό προνόμιο, που ούτε οι πιο ποταπές ειδωλολατρείες δεν είχαν τη φαντασία να το συλλάβουν: είναι αλάθητος θείω δικαίω, σύμφωνα με δογματικό όρο της Συνόδου του Βατικανού, που έγινε στα 1870. Από τότε και πέρα «σ' αυτόν η ανθρωπότης οφείλει να αποτείνη τους λόγους που προηγουμένως απέτεινε στον Κύριο: Ρήματα ζωής αιωνίου έχεις». Από εδώ και πέρα δεν υπάρχει ανάγκη του Αγίου Πνεύματος, για να οδηγή την Εκκλησία «εις πάσαν την αλήθειαν». Δεν υπάρχει ανάγκη της Αγίας Γραφής ούτε της Ιεράς Παραδόσεως, διότι είνε πλέον ένας θεός πάνω στη γη, με εξουσία να αχρηστεύη και να διακηρύσση ως πλανερές τις διδασκαλίες του Ουρανίου Θεού. Με βάσι αυτό το αλάθητο, ο Πάπας είναι ο μόνος κανόνας της Πίστεως και μπορεί να εκφράση, ακόμη και αντίθετα προς το κριτήριο όλης της Εκκλησίας, καινούργια δόγματα, τα οποία όλοι οι πιστοί οφείλουν να τα παραδεχθούν για να μην αποκοπούν από τη σωτηρία. «Εξαρτάται μόνο από τη θέλησί του και τη διάθεσή του να θεωρή ό,τι αυτός θέλει ως ιερό ή ως άγιο μέσα σ' ολόκληρη την Εκκλησία» και οι δεκρετάλιες επιστολές του πρέπει να θεωρούνται, να πιστεύωνται και να υπακούωνται «ως κανονικές επιστολές». Αφού είναι αλάθητος ο Πάπας, πρέπει να απολαβαίνη τυφλή υπακοή. Ο καρδινάλιος Βελλαρμίνος, που ανακηρύχθηκε «άγιος» από τη Ρωμαϊκή Εκκλησία, λέγει τα εξής με φυσικώτατο ύφος: «Αν ο Πάπας καμμιά μέρα επιβάλη αμαρτίες και απαγορεύση αρετές , η Εκκλησία είναι υποχρεωμένη να πιστεύση ότι οι αμαρτίες αυτές είναι καλές και ότι οι αρετές εκείνες είναι κακές».

Η απάντησις του εξομολόγου μου

Αφού διάβασα όλα εκείνα τα βιβλία, αισθανόμουν τον εαυτό μου σαν ξένο μέσα στην Εκκλησία μου, της οποίας η οργανική σύστασις δεν είχε σχέσι, με την Εκκλησία που ίδρυσε ο Κύριος που ωργάνωσαν οι Απόστολοι και οι διάδοχοί τους και που οι Άγιοι Πατέρες εννοούσαν. Κάτω απ' αυτήν την πεποίθησι έγραψα το πρώτο μου γράμμα στον πνευματικό μου.
-Διάβασα τα βιβλία σας. Δεν θα παραβώ ποτέ τα θεία εντάλματα, για να δώσω πίστι σε ανθρώπινες διδασκαλίες, που δεν έχουν την παραμικρή βάσι στην Αγία Γραφή. Τέτοιες διδασκαλίες είναι η σειρά των ανοησιών για την παπωσύνη. Με δεδομένα από την Αγία Γραφή μπορούμε να εννοήσουμε τη φύσι της Εκκλησίας κι' όχι μ' αποφάσεις και θεωρίες ανθρώπινες. Η αλήθεια της πίστεως δεν πηγάζει παρά από την Αγία Γραφή και από την Παράδοσι της συνόλου Εκκλησίας».
Η απάντησις ήλθε γρήγορα:
- Δεν ακολουθήσατε τη συμβουλή μου, παραπονιόταν ο πνευματικός μου, -κι' αφήσατε την ψυχή σας έκθετη στην επικίνδυνη επίδρασι της Αγίας Γραφής, η οποία, όπως και η φωτιά, κατακαίει και μαυρίζει όταν δεν φωτίζει. Για κάτι τέτοιες περιπτώσεις σαν την δική σας οι Πάπαι έχουν αποφανθή ότι «είναι σκανδαλώδης πλάνη να πιστεύη κανείς ότι όλοι οι χριστιανοί μπορούν να διαβάζουν την Αγία Γραφή» και οι θεολόγοι μας βεβαιώνουν ότι η Αγία Γραφή «είναι ένα σκοτεινό σύννεφο». «Το να πιστεύη κανείς στη φωτεινότητα και τη σαφήνεια της Γραφής είναι δόγμα ετερόδοξο», λέγουν οι αλάθητοι Αρχηγοί μας. Όσο για την Παράδοσι, δεν θεωρώ αναγκαίο να σας υπενθυμίσω ότι πρέπει «να ακολουθούμε πρωτίστως τον Πάπα όταν πρόκειται για ζητήματα πίστεως. Ο Πάπας αξίζει σ' αυτή την περίπτωσι όσο δεν αξίζουν μυριάδες Αυγουστίνοι, Ιερώνυμοι, Γρηγόριοι, Χρυσόστομοι...».
Το γράμμα αυτό ενίσχυσε αντί να γκρεμίση την πεποίθησί μου. Μου ήταν αδύνατο να θέσω σε δεύτερη μοίρα από τον Πάπα την Αγία Γραφή. Χτυπώντας την Γραφή, η Εκκλησία μου έχανε κάθε αξιοπιστία μπροστά μου, γινόταν ένα με τους αιρετικούς, οι οποίοι, «ελεγχόμενοι από την Γραφή, στρέφονται εναντίον της».
Ήταν η τελευταία επαφή που είχα με τον πνευματικό μου.

Ο Πάπας είναι το παν και η Εκκλησία δεν είναι τίποτε

Αλλά δεν σταμάτησα εκεί. Είχα ήδη αρχίσει να «εκτροχιάζομαι από τον εκτροχιασμό» της Εκκλησίας μου. Είχα πάρει ένα δρόμο όπου δεν έπρεπε να σταθώ έως ότου βρω μια θετική λύσι. Το δράμα μου εκείνων των ημερών ήταν ότι είχα αποξενωθή από τον Παπισμό, αλλά δεν πλησίαζα καμμιά άλλη εκκλησιαστική πραγματικότητα. Ορθοδοξία και Προτεσταντισμός ήσαν για μένα τότε ιδέες συγκεχυμένες και δεν είχα φθάσει ακόμη στην ώρα και στην ευκαιρία να διαπιστώσω ότι μπορούσαν να προσφέρουν κάτι στην αγωνία μου. Παρ' όλα αυτά εξακολουθούσα να αγαπώ την Εκκλησία μου που με είχε κάνει χριστιανό και που φορούσα το σχήμα της. Μου χρειαζόταν ακόμη πολλή εμβάθυνσις και σκέψις για να φθάσω σιγά-σιγά, με κόπο και οδύνη, στο συμπέρασμα ότι η Εκκλησία που αγαπούσα δεν υφίστατο μέσα στο παπικό σύστημα.
Πράγματι, απέναντι της μονοκρατορικής εξουσίας του Πάπα, η αυθεντία της Εκκλησίας και του επισκοπικού σώματος δεν υφίσταται ουσιαστικά εκεί. Διότι σύμφωνα με τη ρωμαϊκή θεολογία «η αυθεντία της Εκκλησίας υπάρχει τότε μόνο, όταν χαρακτηρίζεται και εναρμονίζεται με τη θέλησι του Πάπα. Σε αντίθετη περίπτωσι, εκμηδενίζεται». Έτσι, είναι το ίδιο πράγμα ο Πάπας με την Εκκλησία και ο Πάπας χωρίς την Εκκλησία, δηλαδή ο Πάπας είναι το παν και η Εκκλησία δεν είναι τίποτε. Πολύ σωστά έγραψε ο επίσκοπος Μαρέν΄ «Θα ήταν πιο ακριβείς οι ρωμαιοκαθολικοί, αν εκφωνώντας το ‘Πιστεύω' έλεγαν: ‘Και εις ένα Πάπαν' παρά να λένε: ‘Και εις μίαν...Εκκλησίαν'».
Η σημασία και ο ρόλος των επισκόπων μέσα στη ρωμαϊκή Εκκλησία δεν είναι παρά απλή εκπροσώπησις της παπικής εξουσίας, στην οποία και οι ίδιοι οι επίσκοποι υποτάσσονται όπως οι απλοί πιστοί. Αυτό το καθεστώς προσπαθούν να το στηρίξουν στο κβ' κεφάλαιο του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου, όπου σύμφωνα με τη ρωμαϊκή ερμηνεία, «ο Κύριος εμπιστεύεται στο απόστολο Πέτρο, τον πρώτο Πάπα, την ποίμανση των αρνίων του και των προβάτων του, δηλαδή του αναθέτει το έργο υπερτάτου Ποιμένος με αποκλειστικά δικαιώματα σε όλους τους πιστούς, που είναι τα αρνία, και σε όλους τους άλλους Αποστόλους και επισκόπους, που είναι τα πρόβατα».
Αλλά οι επίσκοποι δεν είναι στη ρωμαϊκή Εκκλησία ούτε κάν διάδοχοι των Αποστόλων, διότι όπως δογματίζει η Εκκλησία αυτή «η αποστολική εξουσία εξέλιπε με τους Αποστόλους και δεν μετεδόθη στους διαδόχους της επισκόπους. Μονάχα η παπική εξουσία του Πέτρου, υπό την οποία βρίσκονταν όλοι οι άλλοι, μετεδόθη στους διαδόχους του Πέτρου, δηλαδή στους Πάπες».Οι επίσκοποι, λοιπόν, μη έχοντας κληρονομήσει καμμιά αποστολική εξουσία, δεν έχουν άλλη εξουσία παρά εκείνη που τους παραχωρήθηκε, όχι απ' ευθείας από τον Θεό, αλλά από τον Άκρο Ποντίφηκα της Ρώμης.
Και οι Οικουμενικές Σύνοδοι επίσης δεν έχουν άλλη αξία παρά εκείνη που τους παραχωρεί ο επίσκοπος της Ρώμης, διότι «δεν είναι ούτε μπορούν να είναι άλλο πράγμα παρά συνέδρια του Χριστιανισμού, που συγκαλούνται υπό την αυθεντία και την εξουσία και την προεδρία του Πάπα». Αρκεί ο Πάπας να βγή από την αίθουσα της Συνόδου λέγοντας: «Δεν βρίσκομαι πλέον εκεί μέσα», για να παύση από εκείνη τη στιγμή η Οικουμενική Σύνοδος να έχη κύρος. Οι όροι της Συνόδου επίσης δεν έχουν καμμιά αξία, αν δεν εγκριθούν και δεν επικυρωθούν από το Πάπα, ο οποίος και θα τους επιβάλη με την αυθεντία του στους πιστούς.

Η φοβερή απάντησις ενός Ιησουΐτη

Είχα καθ' όλο εκείνο το διάστημα σχεδόν παρατήσει τις μελέτες μου, επωφελούμενος όλες τις ώρες που ο κανονισμός του Τάγματος επέτρεπε να αποτραβηχθώ στο κελλί μου, όπου δεν σκεπτόμουν τίποτε άλλο παρά το μεγάλο μου πρόβλημα. Επί μήνες ολόκληρους μελετούσα την σύσταση και την οργάνωσι της αρχαίας Εκκλησίας, απ' ευθείας από τις αποστολικές και πατερικές πηγές. Αλλά όλη αυτή η εργασία δεν γινόταν εξ ολοκλήρου μυστικά. Και η εξωτερική μου ζωή φαινόταν ισχυρά επηρεασμένη απ' αυτή τη μεγάλη μέριμνα, που είχε απορροφήσει όλο μου το ενδιαφέρον και συγκεντρώσει όλες μου τις δυνάμεις. Δεν έχανα ευκαιρία να ζητώ έξω από το μοναστήρι κάθε τι που θα συντελούσε κάπως στο να φωτισθώ πλήρως. Έτσι άρχισα να συζητώ το θέμα με γνωστές μου εκκλησιαστικές προσωπικότητες, ανάλογα με την εμπιστοσύνη που είχα στην ειλικρίνεια και την καρδιά τους. Μ' αυτό τον τρόπο δεχόμουν διαρκώς εντυπώσεις και απόψεις πάνω στο θέμα, οι οποίες ήσαν για μένα πάντα ενδιαφέρουσες και σημαντικές.
Βρήκα τους περισσότερους απ' αυτούς τους κληρικούς πιο φανατικούς απ' ότι περίμενα. Παρ' όλο ότι ανεγνώριζαν κατά βάθος την παράλογη βάσι της διδασκαλίας περί Πάπα, κολλούσαν απεγνωσμένα στην ιδέα ότι «η οφειλομένη στον Πάπα υποταγή απαιτεί μια τυφλή συγκατάθεσι της αντιλήψεώς μας», καθώς και σ' εκείνο το άλλο απόφθεγμα του ιδρυτού των Ιησουϊτών κατά το οποίο «για να έχουμε την αλήθεια, για να μην πέσουμε στην πλάνη, οφείλουμε πάντα να στηριζόμαστε στο βασικό και αμετάθετο αξίωμα ότι αυτό που βλέπουμε ως άσπρο είναι στην πραγματικότητα μαύρο, αν μας λέγει ότι είναι μαύρο η ιεραρχία της Εκκλησίας». Μ' αυτή τη φανατική προκατάληψι ένας ιερεύς του Τάγματος του Ιησού μου εμπιστεύθηκε την εξής σκέψι του:
-Αυτά που μου λέτε, αναγνωρίζω ότι είναι λογικώτατα και ξάστερα και αληθινά. Αλλά εμείς οι Ιησουΐτες, εκτός από τις τρείς συνηθισμένες υποσχέσεις, δίνουμε και μια τέταρτη, κατά την ημέρα της κουράς μας. Η τέταρτη αυτή υπόσχεσις είναι πιο ουσιώδης από την υπόσχεσι της αγνότητος, της υπακοής και της ακτημοσύνης. Είναι η υπόσχεσις ότι θα υποτασσόμαστε απόλυτα στον Πάπα. Έτσι, προτιμώ να πάω στην κόλασι μαζί με τον Πάπα, παρά στον Παράδεισο μ' όλες σας τις αλήθειες.

«Εδώ και λίγους αιώνες θα σας έκαιαν στην πυρά της Ιεράς Εξετάσεως»

Κατά τη γνώμη των περισσοτέρων απ' αυτούς ήμουν ένας αιρετικός. Ιδού τι μου έγραφε ένας επίσκοπος: «Εδώ και λίγους αιώνες, οι ιδέες που έχετε θα ήσαν αρκετές για να σας οδηγήσουν στην πυρά της Ιεράς Εξετάσεως».
Είχα πάντως, παρ' όλα αυτά, τη διάθεσι να μείνω στο μοναστήρι και ν' αφοσιωθώ στην καθαρώς πνευματική ζωή, αφήνοντας στην ιεραρχία την ευθύνη της πλάνης της και την υποχρέωσι διορθώσεώς της. Αλλά τα ενδιαφέροντα της ψυχής μου θα μπορούσαν να είναι ασφαλή σ' ένα δρόμο υπερφυσικής ζωής, όπου η αυθαιρεσία του Πάπα θα μπορούσε να σωρεύση καινούργια δόγματα και ψευδείς διδασκαλίες σχετικές με την ευσεβή ζωή και τα μυστήρια της Εκκλησίας; Επί πλέον, αφού η καθαρότης της διδασκαλίας είχε σπιλωθή με την κακοδοξία περί Πάπα, ποιος με βεβαίωνε ότι η κηλίδα αυτή δεν θα απλωνόταν και σε άλλες όψεις της ευαγγελικής πίστεως;
Δεν είναι, λοιπόν, καθόλου παράξενο αν άγιοι άνθρωποι μέσα στη Ρωμαϊκή Εκκλησία αρχίζουν να σημαίνουν συναγερμό με φράσεις σαν τις ακόλουθες:
«Ποιος ξέρει αν τα "μικρά μέσα σωτηρίας" που μας κατακλύζουν δεν μας κάνουν να ξεχάσουμε τον μοναδικό Σωτήρα, τον Ιησού;...».
«Σήμερα η πνευματική μας ζωή μάς παρουσιάζεται σαν ένα πολύκλαδο και πολύφυλλο δένδρο, όπου οι ψυχές δεν ξέρουν πλέον που είναι ο κορμός που στηρίζει το παν και που είναι οι ρίζες που το τροφοδοτούν».
« Με τέτοιο τρόπο στολίσαμε και παραφορτώσαμε τη θρησκευτικότητά μας, ώστε η μορφή Εκείνου ο Οποίος είναι το «έν ού εστι χρεία» χάθηκε μέσα στα στολίδια».
Πεπεισμένος, λοιπόν, ότι και η πνευματική ζωή μέσα στους κόλπους της παπικής Εκκλησίας θα με έθετε σε κινδύνους, κατέληξα να κάμω το αποφασιστικό βήμα. Εγκατέλειψα το μοναστήρι και ύστερα από λίγο καιρό εδήλωσα ότι δεν ανήκα πλέον στη Ρωμαϊκή Εκκλησία. Μερικοί άλλοι είχαν φανή διατεθειμένοι μέχρι τότε να με ακολουθήσουν, αλλά την τελευταία στιγμή κανένας δεν δείχθηκε αποφασισμένος να θυσιάση τόσο ριζικά τη θέση του μέσα στην Εκκλησία, την τιμή και την υπόληψι που απολάβαινε.
Έτσι εγκατέλειψα την Ρωμαϊκή Εκκλησία, της οποίας ο αρχηγός, ξεχνώντας ότι η βασιλεία του Υιού του Θεού «ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου» και ότι «εκείνος που καλείται στην επισκοπή δεν καλείται σε καμμιά αρχή και εξουσία, αλλά στη διακονία όλης της Εκκλησίας», μιμούμενος εκείνον που «ποθώντας μέσα στην υπερηφάνειά του να είναι σαν θεός, έχασε την αληθινή δόξα για να ντυθή ψεύτικη», «εκάθισεν εις τον ναόν του Θεού ως θεός». Πολύ σωστά έγραφε στον Πάπα ο Βερνάρδος ντε Κλαραβάλ: «Κανένα φρικτότερο δηλητήριο για σένα, κανένα σπαθί πιο επικίνδυνο, από τη δίψα και το πάθος της κυριαρχίας». Βγαίνοντας από τον Παπισμό, υπάκουσα στη φωνή της συνειδήσεώς μου, που ήταν η ίδια η φωνή του Θεού. Και η φωνή αυτή μου έλεγε: «Έξελθε εξ αυτής...,ίνα μη συγκοινωνήσης ταις αμαρτίαις αυτής, και ίνα εκ των πληγών αυτής μη λάβης». Πώς, μετά την έξοδό μου αυτή, έπεσα στην αγκαλιά της Ορθοδοξίας, στο φως της απόλυτης και άσπιλης Αλήθειας, αυτό θα το διηγηθώ σε άλλη ευκαιρία.

Β'

Όσο η απομάκρυνσίς μου από τον Παπισμό γινόταν ευρύτερα γνωστή στους Εκκλησιαστικούς κύκλους και εύρισκε ενθουσιώδη απήχησι στους κόλπους των ισπανών και γάλλων προτεσταντών, τόσο η θέσις μου απέβαινε πιο λεπτή.
Στην αλληλογραφία που έπαιρνα αφθονούσαν τα απειλητικά και τα ανώνυμα υβριστικά γράμματα. Με κατηγορούσαν ότι δημιουργούσα ένα αντιπαπικό ρεύμα γύρω μου και ότι ωδηγούσα με το παράδειγμά μου προς την «αποστασία» ρωμαιοκαθολικούς κληρικούς «ασθενείς δογματικά», που είχαν εκφράσει σχεδόν δημοσία ένα αίσθημα συμπαθείας για την περίπτωσί μου.
Το γεγονός αυτό με έκαμε να φύγω από τη Βαρκελώνη και να μεταβώ στη Μαδρίτη, όπου με φιλοξένησαν - χωρίς να το επιδιώξω ο ίδιος - οι αγγλικανοί και μέσω αυτών ήλθα σε σχέσεις με το Οικουμενικό Συμβούλιο των Εκκλησιών.
Ούτε όμως και εκεί κατώρθωσα να περάσω απαρατήρητος. Ύστερα από κάθε κήρυγμά μου σε διαφόρους ναούς της Αγγλικανικής Εκκλησίας, ένας αριθμός, κάθε φορά μεγαλύτερος, των ακροατών μου εξεδήλωνε την επιθυμία να με γνωρίση και να συζητήση εμπιστευτικά μαζί μου πάνω στο εκκλησιολογικό θέμα.
Χωρίς, λοιπόν, να το επιζητήσω, άρχισε να σχηματίζεται γύρω μου ένας ολοένα και πιο πολυάριθμος κύκλος προσώπων, τα περισσότερα από τα οποία ήσαν αντιπαπικοί. Αυτό μ' εξέθετε ενώπιον των αρχών, διότι στις εμπιστευτικές αυτές επισκέψεις που δεχόμουν, άρχισαν να παρουσιάζονται και μερικοί ρωμαιοκαθολικοί κληρικοί, που ήσαν γενικώς γνωστοί «για την ελλιπή και χωλαίνουσα πίστι τους σχετικά με το πρωτείο και το αλάθητο του Άκρου Αρχιερέως της Ρώμης».
Τη φανατική μνησικακία που έτρεφαν ήδη προς το πρόσωπό μου λίγοι παπικοί την είδα να ολοκληρώνεται και να παίρνη την αποκορύφωσή της την ημέρα που απάντησα δημοσία σε μία εμπεριστατωμένη εκκλησιολογική πραγματεία, που μου είχαν στείλει ως ύστατο διάβημα για να με βγάλουν από την «παγίδα της αιρέσεως», όπου είχα πέσει. Το έργο εκείνο, απολογητικού χαρακτήρος, είχε τον εκφραστικό τίτλο: «Ο Πάπας, αντιπρόσωπος του Κυρίου ημών επί της γης» και το σύνθημα στο οποίο κατέληγαν τα επιχειρήματα του βιβλίου ήταν το εξής: «Χάρις στο αλάθητο του Πάπα οι ρωμαιοκαθολικοί είναι σήμερα οι μόνοι χριστιανοί που μπορούν να είναι βέβαιοι για ο,τι πιστεύουν».
Από τις στήλες μιας πορτογαλλικής επιθεωρήσεως βιβλιοκρισίας τους απάντησα: «Η πραγματικότης είναι ότι εξ αιτίας του αλαθήτου είστε οι μόνοι χριστιανοί που δεν μπορείτε να είστε σήμερα βέβαιοι για ό,τι θα σας επιβάλουν να πιστεύετε αύριο». Το άρθρο μου τελείωνε με την εξής φράσι: «Λίγο ακόμη, στον δρόμο που βαδίζετε, και θα αποκαλέσετε τον Κύριό μας αντιπρόσωπο του Πάπα στον ουρανό».
Λίγο αργότερα εξέδωσα στο Μπουένος Άϊρες μία τρίπτυχη μελέτη μου, με την οποία έλαβαν πέρας οι διαξιφισμοί μου με τους παπικούς. Στη μελέτη εκείνη είχα συλλέξει όλα τα εδάφια από την πατερική γραμματεία των τεσσάρων πρώτων αιώνων, τα οποία αναφέρονται άμεσα ή έμμεσα στα λεγόμενα «χωρία περί πρωτείων» των ευαγγελίων (Ματθ. ιστ' 18-19, Ιω. κα' 15-17, Λουκ. κβ' 31-32). Απεδείκνυα ότι η περί πάπα διδασκαλία είναι απολύτως ξένη και αντίθετη προς την ερμηνεία που δίνουν οι πατέρες σ' αυτά τα κείμενα. Και η ερμηνεία των πατέρων είναι ακριβώς ο κανόνας πάνω στον οποίον εννοούμε την Αγία Γραφή.
Εκείνη την περίοδο, αν και από αιτίες άσχετες τελείως με τα γεγονότα, συνέβηκε να έλθω για πρώτη φορά σε άμεση επαφή με την Ορθοδοξία.
Πριν προχωρήσω σε εξιστόρησι των γεγονότων, οφείλω να ομολογήσω εδώ ότι οι ιδέες μου για την Ορθοδοξία είχαν υποστή μία αξιοσημείωτη εξέλιξι από την αρχή της πνευματικής μου οδυσείας. Ωρισμένες συζητήσεις που είχα κάνει σε θέματα εκκλησιολογικά με έναν όμιλο πολωνών ορθοδόξων, που πέρασαν από την πατρίδα μου, και οι πληροφορίες που έπαιρνα από τα έντυπα του Οικουμενικού Συμβουλίου σχετικά με την ύπαρξι και τη ζωή των ορθοδόξων κύκλων της Δύσεως, μου είχαν προκαλέσει το ειλικρινές ενδιαφέρον. Επί πλέον άρχισα να παίρνω διάφορα βιβλία και περιοδικά ρώσων και ελλήνων από το Λονδίνο και το Βερολίνο, καθώς και μερικά από τα πολύτιμα βιβλία, που εκδίδει στη Νεάπολη της Ιταλίας ο αρχιμανδρίτης π. Βενέδικτος Κατσανεβάκης. Έτσι η συμπάθειά μου για την Ορθοδοξία μεγάλωνε.
Σιγά-σιγά, κατ' αυτόν τον τρόπο, χάνονταν από μέσα μου οι προκαταλήψεις απέναντι της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Οι προκαταλήψεις αυτές παρουσιάζουν την Ορθοδοξία ως σχισματική, χωρίς πνευματική ζωή, και αποξηραμένη ομάδα μικρών Εκκλησιών, που δεν έχουν τα χαρακτηριστικά της αληθινής Εκκλησίας του Χριστού. Και το σχίσμα που την απέκοψε «είχε πατέρα τον διάβολο και μητέρα την υπερηφάνεια του πατριάρχου Φωτίου».
Έτσι, όταν άνοιξα αλληλογραφία με ένα σεβαστό μέλος της ορθοδόξου ιεραρχίας στη Δύσι - που το όνομά του δεν νομίζω ότι είμαι εξουσιοδοτημένος να δημοσιεύσω χάρι στο προσωπικό μου κριτήριο που οφειλόταν στις γενετικές εκείνες πληροφορίες, ήμουν πλέον απολύτως ελεύθερος από κάθε προκατάληψι σχετικά με την Ορθοδοξία και μπορούσα αντικειμενικά να την ατενίσω. Διαπίστωσα, λοιπόν, γρήγορα και μάλιστα με ευχάριστη έκπληξι ότι συνέπιπτε απολύτως η αρνητική θέσις που είχα πάρει έναντι του Παπισμού με την εκκλησιολογική διδασκαλία της Ορθοδοξίας. Ο σεβαστός ιεράρχης στα γράμματά του παραδέχθηκε αυτή τη σύμπτωσι, αλλά δεν αφέθηκε να εκφρασθή πλατύτερα, διότι έλαβε υπ' όψιν του ότι διέμενα σε περιβάλλον προτεσταντικό.
Οι ορθόδοξοι στη Δύσι δεν είναι καθόλου επιρρεπείς στον προσηλυτισμό. Μονάχα όταν η αλληλογραφία μας προχώρησε αρκετά, ο ορθόδοξος επίσκοπος μου υπέδειξε να μελετήσω το υπέροχο βιβλίο του Σεργίου Βουλγακώφ «Η Ορθοδοξία» και την όχι λιγότερο βαθυστόχαστη πραγματεία υπό τον ίδιο τίτλο του μητροπολίτου Σεραφείμ. Στο μεταξύ είχα γράψει σχετικά και στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Σ' αυτά τα βιβλία βρήκα τον εαυτό μου. Δεν υπήρχε ούτε μία παράγραφος που να μην εύρισκε απόλυτα σύμφωνη τη συνείδησί μου. Τόσο σ' αυτά τα έργα όσο και σε άλλα που μου στέλλονταν συνοδευόμενα από ενθαρρυντικές επιστολές - τώρα πλέον και από την Ελλάδα - έβλεπα καθαρά πόσο η ορθόδοξος διδασκαλία ήταν βαθειά και αγνά ευαγγελική και ότι οι ορθόδοξοι είναι οι μόνοι οι χριστιανοί που πιστεύουν όπως πίστευαν οι χριστιανοί των κατακομβών και του χρυσού αιώνος των μεγάλων πατέρων της Εκκλησίας, οι μόνοι που μπορούν να επαναλαμβάνουν με ιερή καύχησι τον πατερικό λόγο: «Πιστεύουμε σε ό,τι παραλάβαμε από τους Αποστόλους».
Εκείνη την περίοδο έγραψα δύο βιβλία, το ένα με τον τίτλο «Η έννοια της Εκκλησίας κατά τους δυτικούς πατέρες» και το άλλο με τον τίτλο « Ο Θεός σας, ο Θεός μας και ο Θεός». Τα βιβλία αυτά επρόκειτο να κυκλοφορήσουν στη Νότιο Αμερική, αλλά δεν πραγματοποίησα την έκδοσί τους για να μη δώσω εύκολη και επικίνδυνη λαβή στην προτεσταντική προπαγάνδα.
Από την ορθόδοξο πλευρά με συμβούλεψαν να εγκαταλείψω την απλώς αρνητική απέναντι του Παπισμού θέσι μου, μέσα στην οποία είχα λασπώσει, και να διαμορφώσω το προσωπικό μου «πιστεύω», από το οποίο θα μπορούσαν να κρίνουν σε τι απόστασι βρισκόμουν από την Αγγλικανική Εκκλησία και από την Ορθόδοξο.
Ήταν μία δύσκολη εργασία, που τη συνόψισα στις εξής φράσεις: «Πιστεύω σε όλα όσα περιέχονται στα κανονικά βιβλία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, σύμφωνα με την ερμηνεία της εκκλησιαστικής παραδόσεως, δηλαδή των Οικουμενικών Συνόδων που ήσαν πράγματι οικουμενικές και της ομοφώνου διδασκαλίας των Αγίων Πατέρων που αναγνωρίζονται καθολικά ως τέτοιοι».
Από εκείνη τη στιγμή άρχισα να καταλαβαίνω ότι η συμπάθεια των προτεσταντών απέναντί μου κρύωνε, εκτός από τους αγγλικανούς που διέπονται από κάποιο ουσιώδη συντηρητισμό. Και μονάχα τώρα το ενδιαφέρον των ορθοδόξων, αν και αργά, πάντα, άρχισε να εκδηλώνεται και να με φέρη κοντά στην ορθοδοξία ως ένα «πιθανό κατηχούμενο».
Τα επιχειρήματα ενός πολωνού πανεπιστημιακού καθηγητού, που γνώρισα τότε, μου στερέωσαν την πεποίθησι ότι η Ορθοδοξία είναι στηριγμένη στις ουσιώδεις αλήθειες του Χριστιανισμού.
Κατάλαβα ότι κάθε χριστιανός άλλης ομολογίας είναι υποχρεωμένος να θυσιάση κάποιο σημαντικό τμήμα της πίστεώς του για να φθάση στην πλήρη δογματική καθαρότητα και ότι μονάχα ο ορθόδοξος χριστιανός δεν έχει τέτοια υποχρέωσι. Διότι αυτός μονάχα ζη και παραμένει στην ουσία του Χριστιανισμού και την αποκεκαλυμμένη και αναλλοίωτη αλήθεια.
Έτσι δεν αισθανόμουν πλέον τον εαυτό μου μόνον απέναντι του παντοδυνάμου Ρωμαιοκαθολικισμού και της ψυχρότητος που μου έδειχναν οι Διαμαρτυρόμενοι. Υπήρχαν στην Ανατολή και διάσπαρτοι σε όλη την οικουμένη 280 εκατομμύρια χριστιανοί που απήρτιζαν την Ορθόδοξο Εκκλησία και με τους οποίους αισθανόμουν ότι βρίσκομαι σε κοινωνία πίστεως.
Η κατηγορία περί θεολογικής μομιοποιήσεως της Ορθοδοξίας δεν είχε για μένα καμμία αξία, διότι είχα εννοήσει τώρα ότι αυτή η παγία και σταθερή εμμονή της ορθοδόξου διδασκαλίας στην αλήθεια δεν ήταν πνευματικό πέτρωμα, αλλά αείζωη ροή, όπως το ρεύμα του καταρράχτη, που φαίνεται ότι μένει πάντα το ίδιο ενώ τα νερά του διαρκώς αλλάζουν.
Σιγά - σιγά οι ορθόδοξοι άρχισαν να με θεωρούν ως δικό τους. «Το να μιλάμε σ' αυτόν τον ισπανό για την Ορθοδοξία - έγραφε ένας ονομαστός αρχιμανδρίτης - δεν είναι προσηλυτισμός». Και εκείνοι κι΄ εγώ είχαμε αντιληφθή, ότι βρισκόμουν ήδη πλησίστιος στο λιμάνι της Ορθοδοξίας, ότι ανέπνεα πλέον στην αγκαλιά της Μητρός Εκκλησίας. Στο διάστημα αυτό ήμουν πλέον ορθόδοξος χωρίς να το γνωρίζω και, όπως οι μαθηταί που βάδιζαν προς Εμμαούς πλάι στον Θείο Διδάσκαλο, είχα διανύσει μια πορεία πλάι στην Ορθοδοξία χωρίς να αναγνωρίσω οριστικά την Αλήθεια παρά στο τέλος.
Όταν πείσθηκα για την πραγματικότητα αυτή, έγραψα μια μακρά έκθεσι της περιπτώσεώς μου στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και στην Α.Μ. τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών μέσω της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος. Και μην έχοντας πλέον να κάμω τίποτε στην Ισπανία - όπου σήμερα δεν υφίσταται ορθόδοξος παροικία - εγκατέλειψα την πατρίδα μου και πήγα στην Γαλλία, όπου ζήτησα να γίνω μέλος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αφού προηγουμένως άφησα να περάση λίγος καιρός ακόμη ώσπου να ωριμάση ολότελα ο καρπός της μεταστροφής μου. Κατά το διάστημα εκείνο ενεβάθυνα περισσότερο στη γνώσι της Ορθοδοξίας και δυνάμωσα τις σχέσεις μου με την ιεραρχία της. Όταν βεβαιώθηκα πλήρως για τον εαυτό μου, έκαμα το αποφασιστικό βήμα και έγινα δεκτός επισήμως στην αληθινή Εκκλησία του Χριστού ως μέλος της. Προτίμησα να πραγματοποιηθή αυτό το μεγάλο γεγονός στην Ελλάδα, την κατ' εξοχήν χώρα της Ορθοδοξίας, όπου ήλθα για να σπουδάσω Θεολογία. Ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών με δέχθηκε πατρικά. Η αγάπη του και το ενδιαφέρον του ξεπέρασαν τους πόθους μου. Το ίδιο πρέπει να πω και για τον τότε πρωτοσύγκελλο της Ιεράς Αρχιεπισκοπής και τώρα επίσκοπο Ρωγών κ. Διονύσιο, που μου έδειξε πατρική αγάπη. Περιττό να προσθέτω ότι μέσα σε τέτοια ατμόσφαιρα αγάπης και στοργής η Ιερά Σύνοδος δεν άργησε ν' αποφασίση την κανονική αποδοχή μου στους κόλπους της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Κατά την κατανυκτική εκείνη ιερά τελετή τιμήθηκα με το όνομα του Αποστόλου των Εθνών και ακολούθως έγινα δεκτός ως μοναχός στην Ιερά Μονή Πεντέλης. Λίγο αργότερα χειροτονήθηκα διάκονος από τον Άγιο Επίσκοπο Ρωγών.
Από τότε ζω μέσα στην αγάπη, τη συμπάθεια και την κατανόησι της Ελληνικής Εκκλησίας και όλων των μελών της. Ζητώ όλων τις προσευχές και την πνευματική συμπαράστασι για να σταθώ πάντα άξιος της Χάριτος, που μου δόθηκε από τον Κύριο.


Πάπας και παπισμός

Εκ του περιοδικού "ΘΕΟΔΡΟΜΙΑ" Τεύχος 1, Ιανουάριος - Μάρτιος 2006

ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ


Το άρθρο αυτό του τότε ιεροδιακόνου π. Παύλου Μπάλλεστερ - Κονβαλιέρ δημοσιεύθηκε σε δύο συνέχειες στο περιοδικό «Κιβωτός», Ιούλιος 1953, σελ. 285 - 291 και Δεκέμβριος 1953, σελ. 483 - 485.Ο μεταστραφείς στην Ορθοδοξία πρώην Φραγκισκανός μοναχός προήχθη σε τιτουλάριο επίσκοπο Ναζιανζού της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Βορείου και Νοτίου Αμερικής με έδρα το Μεξικό. Εκεί είχε μαρτυρικό τέλος ο ομολογητής αυτός της Ορθοδόξου πίστεως. Την είδηση της δολοφονίας του ανέγραψε στην πρώτη σελίδα η εφημερίς «Καθημερινή» (Σάββατο 4 Φεβρουαρίου 1984) δια των εξής : «ΔΟΛΟΦΟΝΗΘΗΚΕ ΣΤΟ ΜΕΞΙΚΟ Ο ΕΛΛΗΝΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΠΑΥΛΟΣ. Όπως έγινε γνωστό από την πόλη του Μεξικού πέθανε προχθές ο επίσκοπος Ναζιανζού Παύλος Ντι Μπάλλεστερ της ελληνικής αρχιεπισκοπής Βορείου και Νοτίου Αμερικής. Ο θάνατος προήλθε από δολοφονική ενέργεια ατόμου ηλικίας 70 ετών, Μεξικανού πρώην στρατιωτικού και πάσχοντος από ψυχασθένεια. Στην κηδεία του επισκόπου πήγε ο Αρχιεπίσκοπος κ. Ιάκωβος, ο οποίος και εξήρε το έργο του δραστήριου επισκόπου. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο επίσκοπος Παύλος είναι ισπανικής καταγωγής, ασπάσθηκε ενήλικος την ορθοδοξία και διέπρεψε ως ποιμένας και συγγραφέας. Οι αρχές του Μεξικού δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο ο δράστης να κατέχεται από ιδιάζουσα θρησκομανία».



Why I abandoned Papism.


By Hierodeacon Paul Ballaster-Convolier.


A horrible dilemma.

My conversion to Orthodoxy began one day while I was reordering the Library catalogues of the monastery I belong to. This monastery belonged to the Franciscan order, founded in my country of Spain. While I was classifying different old articles concerning the Holy Inquisition, I happened to come across an article that was truly impressive, dating back to 1647. This article described a decision of the Holy Inquisition that anathematized as heretic any Christian who dared believe, accept or preach to others that he supported the apostolic validity of the Apostle Paul.

It was about a horrible finding that my mind could not comprehend. I immediately thought to calm my soul that perhaps it was due to a typographical error or due to some forgery, which was not so uncommon in the western Church of that time when the articles were written. However, my disturbance and my surprise became greater after researching and confirming that the decision of the Holy Inquisition that was referred to in the article was authentic. In fact already during two earlier occasions, namely in 1327 and 1331, the Popes John 22nd and Clemens 6th had condemned and anathematized any one who dared deny that the Apostle Paul during his entire apostolic life, was totally subordinate to the ecclesiastic monarchal authority of the first Pope and king of the Church, namely the Apostle Peter. And a lot later Pope Pius 10th, in 1907 and Benedict 15th, in 1920, had repeated the same anathemas and the same condemnations.

I had therefore to dismiss any possibility of it being due to an inadvertent misquoting or forgery. So I was thus confronted with a serious problem of conscience.

Personally it was impossible for me to accept that the Apostle Paul was disposed off under whatever Papal command. The independence of his apostolic work among nations, against that which characterized the apostolic work of Peter among the circumcised, for me was the unshakeable event that shouted from the Holy Bible.

The thing was totally clear to me who he was, as the explaining works of the Fathers on this issue do not leave the slightest doubt. "Paul- writes St Chrysostom- declares his equality with the rest of the apostles and should be compared not only with all the others but with the first one of them, to prove that each one had the same authority". Truly, together all the Fathers agree that "all the rest of the apostles were the same like Peter, namely they were endowed with the same honour and authority". It was impossible for who ever of them, to exercise higher authority from the rest, for the apostolic title that each had was the "highest authority, the peak of authorities". They were all shepherds, while the flock was one. And the flock was shepherded by the apostles in conformity by all".

The matter was therefore crystal clear. Despite this, the Roman teaching was against the situation. This way for the first time in my life, I experienced a frightful dilemma. What could I say? On one side the Bible and the Holy Tradition and on the other side the teaching of the Church? According to the Roman theology it is essential for our salvation to believe that the Church is a pure monarchy, whose monarch is the Pope. This way, the synod of the Vatican, voting together all the earlier convictions, it declared officially that "if any one says ....... that Peter (who is assumed to be the first Pope) was not ordained by Christ as the leader of the Apostles and visible Head of all the Church .......... is under anathema".

I am addressing my confessor.

Within this psychological disturbance I addressed my confessor and naively described the situation. He was one of the most famous priests of the monastery. He heard me with sadness, aware that it involved a very difficult problem. Having thought for a few minutes while looking in vain for an acceptable resolution, he finally told me the following that I confess I did not expect.

The Bible and the Fathers have harmed you, my child. Set it and them aside and confine yourself to following the infallible teachings of the Church and do not let yourself become victim of such thoughts. Never allow creatures of God whoever they may be, to scandalize your faith in God and the Church.

This answer he gave very explicitly, caused my confusion to grow. I always held that especially the Word of God is the only thing that one cannot set aside.

Without allowing me any time to respond, my confessor added: "In exchange, I shall give you a list of prominent authors in whose works your faith will relax and be supported". And asking me if I had something else "more interesting" to ask, he terminated our conversation.

Few days later, my confessor departed from the monastery for a preaching tour of Churches of the monastic order. He left me the list of authors, recommending that I read them. And he asked me to inform him of my progress in this reading by writing him.

Even though his words did not convince me in the least, I collected these books and started to read them as objectively and attentively as possible.

The majority of the books were theological texts and manuals of papal decisions as well as of ecumenical synods. I threw myself to the study with genuine interest, having only the Bible as my guide, "Thy law is a lamp unto my feet and a light unto my paths". (Ps 118:105).

As I progressed in my study of those books, I would understand more and more, that I was unaware of the nature of my Church. Having been proselytized in Christianity and baptized as soon as I completed my encyclical studies, I continued with philosophical studies and then as I speak to you I was just at the beginning of the theological studies. It concerned of a science totally new to me. Until then Christianity and the Roman Church was for me an amalgam, something absolutely indivisible. In my monastic life I was only concerned with their exterior view and I was given no reason to examine in depth the bases and reasons of the organic structure of my Church.

The preposterous Teaching about the Pope.

Exactly then, within the bouquet of articles, that wisely my spiritual leader had put together, the true nature of this monarchal system, known as the Roman Church, started to unravel. I suppose a summary of her characteristics would not be superfluous.

First of all, to the Roman Catholics, the Christian Church "is nothing more than an absolute monarchy" whose monarch is the Pope who functions in all her facets as such. On this papist monarchy "all the power and stability of the Church is found" which otherwise "would not have been possible". The same Christianity is supported completely by Papism. And still some more, "Papism is the most significant agent of Christianity", "it is its zenith and its essence".

The monarchic authority of the Pope as supreme leader and the visible head of the Church, cornerstone, Universal Infallible Teacher of the Faith, Representative (Vicar) of God on earth, shepherd of shepherds and Supreme Hierarch, `is totally dynamic and dominant and embraces all the teachings and legal rights that the Church has. "Divine right " is extended on all and individually on each baptized man across the whole world. This dictatorial authority can be exercised at any time, over anything and on any Christian across the world, whether lay or clergy, and in any church of any denomination and language it may be, in consideration of the Pope being the supreme bishop of every ecclesiastical diocese in the world.

People who refuse to recognize all this authority and do not submit blindly, are schismatic, heretic, impious and sacrilegious and their souls are already destined to eternal damnation, for it is essential for our salvation that we believe in the institution of Papism and submit to it and its representatives. This way the Pope incarnates that imaginary Leader, prophesied by Cicero, writing that all must recognize him to be holy.

Always in the roman teaching, "accepting that the Pope has the right to intervene and judge all spiritual issues of everyone and each Christian separately, that much more does he have the right to do the same in their worldly affairs. He cannot be limited to judging only through spiritual penalties, denying the eternal salvation to those who do not submit to him, but also he has the right to exercise authority over the faithful. For the Church has two knives, symbol of her spiritual and worldly power. The first of these is in the hands of the clergy, the other in the hands of Kings and soldiers, who though they too are under the will and service of the clergy".

The Pope, maintaining that he is the representative of Him whose "kingdom is not of this world", of Him who forbade the Apostles to imitate the kings of the world who "conquer the nations" and nominates himself as a worldly king, thus continuing the imperialism of Rome. At different periods he in fact had become lord over great expanses, he declared bloody wars against other Christian kings, to acquire other land expanses, or even to satisfy his thirst for more wealth and power. He owned a great number of slaves. He played a central role and many times a decisive role in political history. The duty of the Christian lords is to retreat in the face "of the divine right king" surrendering to him their kingdom and their politico-ecclesiastic throne, "that was created to ennoble and anchor all the other thrones of the world". To day the worldly capital of the pope is confined to the Vatican City. It concerns an autonomous nation with diplomatic representations in the governments of both hemispheres, with army, weapons police, jails, currency etc.

And as crown and peak of the almightiness of the Pope, he has one more faithful privilege that even the most ignoble idolaters could not even imagine- the infallible divine right, according to the dogmatic rule of the Vatican Synod that took place on 1870. Since then on "humanity ought to address to him whatever it addresses to the Lord: you have words of eternal life". From now on, there is no need of the Holy Spirit to guide the Church "to all the truth". There is no more need of the Holy Bible nor of the Sacred Tradition for thus there is a god on earth, based on the infallible, the Pope is the only canon of Truth who can even express things contrary to the judgment of all the Church, declare new dogmas, which the faithful ought to accept if they do not wish to be cut off from their salvation. "It depends only on his will and intention to deem whatever he wishes, as sacred and holy within the Church"and the decratalian letters must be deemed, believed and obeyed "as canonical epistles". Since he is an infallible Pope, he must receive blind obedience. Cardinal Bellarmine, who was declared saint by the Roman Church, says this simply: "If the Pope some day imposed sins and forbade virtues, the Church is obliged to believe that these sins are good and these virtues are bad".

The answer of my confessor

Having read all those books, I felt myself as a stranger within my Church, whose organizational composition has no relation to the Church that the Lord built and organized by the Apostles and their disciples and as intended by the Holy Fathers. Under this belief I wrote my first letter to my superior- "I read your books. I shall not contravene the divine warrants so that I may follow the human teachings that have no basis at all in the Holy Bible. Such teachings are a string of foolishness by Papism. From the provisions of the Holy Bible we can understand the nature of the Church and not through human decisions and theories. The truth of faith does not spring but from the Holy Bible and from the Tradition of the whole Church".

The reply came fast- You have not followed my advice- complained my elder- and exposed your soul to the dangerous impact of the Holy Bible, which, like fire burns and blackens when it does not shine. In such situations like yours, the Popes have pronounced that it "is a scandalous error for one to believe that all the Christians could read the Holy Bible", and the theologians assure us that the Holy Bible "is a dark cloud". "For one to believe in the enlightenment and clarity of the Bible is a heterodox dogma" so claim our infallible leaders. "As far as the Tradition, I do not consider it necessary to remind you that we should primarily follow the Pope on matters of faith. The Pope is worth in this case thousands of Augustinians, Jeronymuses, Gregories, Chrysostoms...........".This letter accomplished to strengthen my opinion rather than demolish it. It was impossible for me to place the Holy Bible below the Pope. By attacking the Holy Bible, my Church was losing every worthy belief ahead of me, and was becoming one with the heretics who "being elected by the Bible turn against it". This was the last contact I had with my elder.

The Pope is everything and the Church is nothing

However I did not stop there. I had already started to "skid due to the skid" of my Church. I had taken a road that I was not allowed to stop until I found a positive solution. The drama of those days was that I had estranged myself from Papism, but I did not accost any other ecclesiastical reality. Orthodoxy and Protestantism then were for me vague ideas and I had not reached the time and opportunity to ascertain that they could offer something to soothe my agony. Despite all this I continued to love my Church that made me a Christian and I bore her symbol. I still needed more profound thinking to reach slowly, with trouble and grief to the conclusion that the Church I loved was not part of the papist system.

Truly, against the monocracy of the Pope, the authority of the Church and of the bishopric body, is not intrinsically subordinate. Because according to the Roman theology "the authority of the Church exists only when it is characterized and harmonized by the Pope. In all other cases it is nullified". This way it is the same thing whether the Pope is with the Church or the Pope is without the Church, in other words, the Pope is everything and the Church is nothing. Very correctly did the bishop Maren write, "It would have been more accurate if the Roman Catholics when they recite the "I believe" would say "And in one Pope" instead of "And in one .......Church".

The importance and function of the bishops in the Roman Church is no more than that of representatives of the papist authority to which the bishops submit like the lay faithful. This regime they try to uphold under the 22nd chapter of St John's gospel, which according to the Roman interpretation "the Lord entrusts the Apostle Peter, the first Pope, the shepherding of His lambs and of His sheep", namely, He bestows on him the job of the Chief Shepherd with exclusive rights on all the faithful, who are the lambs and all the others, Apostles and Bishops, namely, the sheep.

However, the bishops in the Roman Church, are not even successors to the Apostles, for as it dogmatizes, this Church "the apostolic authority was lacking with the Apostles and was not passed down her successors, the bishops. Only the Papist authority of Peter, namely the Popes. The bishops then, having not inherited any apostolic authority, have no other authority but the one given to them, not directly from God but by the Extreme Pontiff of Rome.

And the Ecumenical synods also have no other value than the one given to them by the Bishop of Rome, "for they cannot be anything else except conferences of Christianity that are called under the authenticity and authority of the Pope". Suffice the Pope to exit the hall of the Synod saying "I am not in there anymore" to stop from that moment on the Ecumenical Synod from having any validity, if it is not authorized and validated by the Pope, who could impose through his authority on the faithful.

The frightful answer of a Jesuit.

I almost gave up on my studies during that period, taking advantage of the hours that my order allowed me to retire to my cell, to think of nothing else but my big problem. For whole months I would study the structure and organization of the early Church, straight from the apostolic and patristic sources. However, all this work could not be done totally in secrecy. It looked obvious that my exterior life was greatly affected by this great concern which had overwhelmed all my interest and sapped all my strength. I never lost an opportunity to enquire from outside the monastery whatever could contribute towards shedding light to my problem. This way I started to discuss the topic with known ecclesiastical acquaintances in relation to the trust I had in their frankness and their heart. This way I would receive continuously impressions and opinions on the topic which were for me always interesting and significant.

I found most of these clerics more fanatical than I expected. Even though they were deeply aware of the absurdity of the teaching on the Pope, being stuck to the idea that "the required submission to the Pope demands a blind consent of our views" and in the other maxim by the founder of Jesuits by which "That we may possess the truth and not fall in fallacy, we owe it to always depend on the basic and immovable axiom that what we see as white in reality it is black, if that is what the hierarchy of the Church tells us". With this fantastic bias a priest of the order of Jesus, entrusted me with the following thought:-

"What you tell me I acknowledge that they are most logical and very clear and true. However, for us Jesuits, apart from the usual three vows, we give a fourth one during the day of our tonsure. This fourth vow is more important than the vow of purity, obedience and poverty. It is the vow that we must totally submit to the Pope. This way, I prefer to go to hell with the Pope than to Paradise with all your truths.

A few centuries ago they would have burnt you in the fires of Holy Inquisition.

According to the opinion of most of them, I was a heretic. Here's what a bishop wrote to me, "A few centuries ago, the ideas you have, would have been enough to bring you to the fires of Holy Inquisition".

However, despite all this I intended to stay in the monastery and give myself to the purely spiritual life, leaving the responsibility to the hierarchy for the deceit and its correction. But could the important things of the soul be safe on a road of super physical life, where the arbitrariness of the Pope could pile up new dogmas and false teachings concerning the pious life of the Church? Moreover, since the purity of teaching was built with falsehoods about the pope, who could reassure me that this stain would not spread into the other parts of the evangelical faith?

It is therefore not strange if the holy men within the Roman Church started to sound the alarm by saying such as: "Who knows if the minor means of salvation that flood us, do not cause us to forget our only Saviour, Jesus...."? "Today our spiritual life appears like a multi-branch and multi-leaf tree, where the souls do no more know where the trunk is, that everything rests on, and where the roots are that feed it".

"With such a manner we have decorated and overloaded our religiocity, so that the face of Him who is the "focus of the issue" is lost inside the decorations" Being therefore convinced that the spiritual life within the bosom of the papist Church will expose me to dangers, I ended up taking the decisive step. I abandoned the monastery and after a little while I declared I did not belong to the Roman Church. Some others seemed prepared until then to follow me, but at the last moment no one proved prepared to sacrifice so radically his position within the Church, with the honour and consideration he enjoyed.

This way I abandoned the Roman Church, whose leader, forgetting that the Kingdom of the Son of God "is not of this world" and that "he who is called to the bishopric is not called to any high position or authority but to the diaconate of all the Church", but imitating him who "wishing in his pride to be like god, he lost the true glory, put on the false one" and "sat in the temple of God as god". Rightly did Bernard De Klaraval write about the Pope: "There is no more horrible poison for you, no sword more dangerous, than the thirst and passion of domination". Coming out of Papism, I followed my voice of conscience that was the voice of God. And this voice was telling me, "Leave her ....... So you may not partake of her sins and that you may not receive of her wounds". How after my departure I fell in the embrace of Orthodoxy, in the light of the absolute and spotless Truth, this I will describe at a later opportunity.

Secondly, as my departure from Papism became more broadly known within the ecclesiastical circles and was receiving more enthusiastic response in the Spanish and French protestant circles, so was my position becoming more precarious.

In the correspondence I received, the threatening and anonymous abusive letters were plentiful. They would accuse me that I was creating an anti-papist wave around me and I was leading by my example into "apostasy" Roman Catholic clerics "who were dogmatically sick" and who had publicly expressed a sympathetic feeling for my case.

This fact forced me to leave Barcelona, and settle in Madrid where I was put up - without my seeking - by Anglicans and through them I came in contact with the Ecumenical Council of Churches.

Not even there did I manage to remain inconspicuous. After every sermon at different Anglican Churches, a steadily increasing number of listeners sought to know me and to confidently discuss with me some ecclesiological topics.

Without therefore wishing it, a steadily increasing circle of people started forming around me, with most being anti-papists. This situation was exposing me to the authorities, because in the confidential meetings I had agreed to attend, some Roman Catholic clerics started to appear, who were generally known "for their lacking and weakening faith, regarding the primacy and infallibility of the Highest Hierarch of Rome".

The fanatical vindictiveness that some papists bore against my person, I saw it fully expressed and hit its zenith the day I replied publicly to a detailed ecclesiological dissertation, which they had sent to me as an ultimate step to remove me from the "trap of heresy" that I had fallen in. That work of apologetic character had the expressive title: "The Pope vicar of our Lord on earth" and the slogan that the arguments in the book ended up with, was the following: "Due to the infallibility of the Pope, the Roman Catholics are today the only Christians who could be certain for what they believe".

In the columns of a Portuguese book review, I replied: "The reality is that due to this infallibility you are the only Christians who cannot be certain about what they will demand that you believe tomorrow". My article ended with the following sentence: "Soon on the road you walk, you will name the Lord, vicar of the Pope in heaven".

Soon after I published in Buenos Aires my three volume study, I put an end to the skirmishes with the papists. In that study I had collected all the clauses in the patristic literature of the first four centuries, which directly or indirectly refer to the "primacy clauses" (Matt 16 :18-19; John21: 15-17; Luke 22: 31-32). I proved that the teachings about the Pope were absolutely foreign and contrary to the interpretation given by the Fathers on the issue. And the interpretation of the Fathers is exactly the rule on which we understand the Holy Bible.

During that period, even though from unrelated situations, for the first time I came in contact with Orthodoxy. Before I continue to recount the events, I owe it to confess here that my ideas about Orthodoxy had suffered an important development from the beginning of my spiritual odyssey. Certain discussions I had on ecclesiological topics with a group of Orthodox Polish, who passed through my country and the information I received from the Ecumenical Council regarding the existence and life in Orthodox circles in the West, had caused me a real interest. Furthermore, I started to get different Russian and Greek books and magazines from London and Berlin, as well as some of the prized books that were provided by archimandrite Benedict Katsenavakis in Napoli, Italy. Thus my interest in Orthodoxy would continue to grow.

Slowly, slowly in this way I started losing my inner biases against the Orthodox Church. These biases present Orthodoxy as schismatic, without spiritual life, drained group of small churches that do not have the characteristics of the true Church of Christ. And the schism that had cut her off, "had the devil for father and the pride of the patriarch Photios for mother".

So when I started to correspond with a respected member of the Orthodox hierarchy in the West- whose name I do not believe I am permitted to publish due to my personal criterion that was based on those original informations, I was thus totally free from every bias against Orthodoxy and I could spiritually gaze objectively. I soon realized and even with a pleasant surprise that my negative stance I had against Papism was conforming completely to the ecclesiological teaching of Orthodoxy. The respectable hierarch agreed to this coincidence in his letters but refrained from expressing himself more broadly because he was aware that I lived in a protestant surrounding.

The Orthodox in the West are not at all susceptible to proselytism. Only when our correspondence continued enough, the Orthodox bishop showed me to read the superb book by Sergei Boulgakov, "Orthodoxy" and the not less in depth dissertation, under the same title by metropolitan Seraphim. In the mean time I had also written specifically to the Ecumenical Patriarchate.

In those books I found myself. There was not even a single paragraph that did not meet completely the agreement of my conscience. So much in these works as in others, that they would send to me with encouraging letters -now even from Greece- I clearly saw how the Orthodox teaching is profound and purely evangelical and that the Orthodox are the only Christians who believe like the Christians of the catacombs and of the Fathers of the Church of the golden age, the only ones who can repeat with holy boasting the patristic saying, "We believe in whatever we received from the Apostles".

That period I wrote two books, one with the title "The concept of Church according to the Western Fathers" and the other with the title "Your God, our God and God". These books were to be published in South America, but I did not proceed with their release, so that I may not give an easy and dangerous hold to the protestant propaganda.

From the Orthodox side they advised me to let go my simply negative position against Papism, in which I was dirtied and to shape my personal "I believe" from which they could judge how far I was from the Anglican Church as well as the Orthodox.

It was a hard task that I summarized with the following sentences: "I believe in everything that are included in the Canonic books of the Old and New Testament, according to the interpretation of the ecclesiastical Tradition, namely the Ecumenical Synods that were truly ecumenical and to the unanimous teaching of the Holy Fathers that are acknowledged catholically as such".

From then on I began to understand that the sympathy of the Protestants towards me was cooling down, except of the Anglicans who were governed by some meaningful support. And it is only now that the Orthodox interest, despite being late, as always, started to manifest itself and to attract me to Orthodoxy as one "possibly Catechumen".

The undertakings of a polish university professor, whom I knew, cemented my conviction that Orthodoxy is supported by the meaningful truths of Christianity. I understood that every Christian of the other confessions, is required to sacrifice some significant part of the faith to arrive at the complete dogmatic purity and only an Orthodox Christian is not so required. For only he lives and remains in the substance of Christianity and the revealed and unaltered truth.

So, I did no more feel myself alone against the almighty Roman Catholicism and the coolness that the Protestants displayed against me. There were in the East and scattered around the world, 280 million Christians who belonged to the Orthodox Church and with whom I felt in communion of faith.

The accusation of the theological mummification of Orthodoxy had for me no value, because I had now understood that this fixed and stable perseverance of the Orthodox teaching of truth, was not a spiritual solidified rock, but an everlasting flow, like the current of the waterfall that seems to remain always the same yet the waters always change.

Slowly, slowly the Orthodox started to consider me as one of their own. "That we speak to this Spaniard about Orthodoxy- wrote a famous archimandrite- is not proselytism". They and I perceived that I was already berthed in the port of Orthodoxy, that I was finally breathing freely in the bosom of the Mother Church. In this period I was finally Orthodox without realizing it, and like the disciples that walked towards Emmaus close to the Divine Teacher, I had covered a stretch close to Orthodoxy without conclusively recognizing the Truth but at the end.

When I was assured of this reality, I wrote a long dissertation on my case, to the Ecumenical Patriarchate and to the Archbishop of Athens through the Apostolic Diaconate of the Church of Greece. And having no more to do with Spain - where today there does not exist an Orthodox community - I left my country and went to France where I asked to become a member of the Orthodox Church, having earlier let some more time for the fruit of my change to ripen. During this period I further deepened my knowledge of Orthodoxy and strengthened my relationship with her hierarchy. When I became fully confident of myself, I took the decisive step and officially became received in the true Church of Christ as her member. I wished to realize this great event in Greece, the recognized country of Orthodoxy, where I came to study theology. The blessed Archbishop of Athens received me patristically. His love and interest were beyond my expectations. I should say the same for the then chancellor of the Sacred Archbishopric and presently bishop Dionysus of Rogon who showed me patristic love. It is needless to add that in such an atmosphere of love and warmth, the Holy Synod did not take long to decide my canonical acceptance in the bosom of the Orthodox Church. During that all night sacred ceremony I was honoured with the name of the Apostle of Nations and following that, I became received as a monk in the Holy Penteli Monastery. Soon after, I was tonsured deacon by the Holy Bishop of Rogon.

Since then I live within the love, sympathy and understanding of the Greek Church and all her members. I ask from all, their prayers and their spiritual support that I may always stand worthy of the Grace that was given me by the Lord.

From the "Theodromia" magazine, Issue 1, January -March 2006

Reference

This article of the then Hierodeacon Fr. Paul Ballester-Convollier was published in two follow up articles by the "Kivotos" Magazine, July 1953, p. 285-291 and December 1953 p. 483- 485. The previous Franciscan monk who had turned to Orthodoxy was made titlebearing bishop Nanzizian of the Holy Hierobishopric of North and South America with its seat in Mexico. There he was met with a martyric death, the confessor of the Orthodox faith. The news of his murder was reported on the first page of the newspaper "Kathemerini" (Saturday 4 February1984) thus: "THE GREEK ORTHODOX BISHOP PAUL WAS MURDERED IN MEXICO. As it became known from the city of Mexico, before yesterday the bishop Nianzizian Paul Di Ballester of the Greek archbishopric of North and South America died. He was murdered by a 70 year old Mexican, previous military and suffering from psychiatric illness. The funeral was attended by the Archbishop Jacob who was aware of the work of the active bishop. It should be pointed out that Bishop Paul was of Spanish origin, was received into Orthodoxy as an adult and excelled as a shepherd and author. The Mexican authorities do not exclude the possibility that his murderer was driven to his act through some sort of fanaticism.