Παρασκευή 31 Ιουλίου 2009

Κοίμηση της Υπεραγίας Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας
Feast of the Dormition of Our moginst-holy Lady, Theotokos, and Ever-Virgin Mary

Λατινική Μαριολογία η Μαριολατρία The Latin Mariology or Mary worship.


Η παπική «Εκκλησία», παρεκκλίνοντας από την ορθή διδασκαλία των Πατέρων μας, οδηγήθηκε σε κακοδοξίες, καινοτομίες και εσφαλμένα δόγματα ως προς το πρόσωπο της Παναγίας. Έτσι το 1854 θεσπίστηκε το δόγμα της ασπίλου συλλήψεως της Θεοτόκου, που όριζε ότι «Η Παρθένος Μαρία από της πρώτης στιγμής της συλλήψεώς της διετηρήθη καθαρά παντός εκ του προπατορικού αμαρτήματος ρύπου».
Το 1950, ο πάπας Πίος ΙΒ', ανεκήρυξε σε δόγμα την ενσώματη μετάσταση της Θεοτόκου, σύμφωνα με το οποίο «η αειπάρθενος Θεομήτωρ μετά την επί γης ζωήν αυτής, μετέστη εν σώματι και ψυχή εις την ουράνιον δόξαν». Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται εκ μέρους των παπικών μιά έντονη τάση απόδοσης υπερβολικών τιμών στη Θεοτόκο, που φτάνει στα όρια της λατρείας. «Συλλυτρώτρια», «Μητέρα της Εκκλησίας», «Μεσίτρια πασών των χαρίτων» είναι κάποιοι από τους τιμητικούς τίτλους που αποδίδουν στην Παναγία, με εσφαλμένο και προβληματικό περιεχόμενο.
Σύμφωνα με την ορθόδοξη διδασκαλία, το προπατορικό αμάρτημα μεταδίδεται σε όλους τους ανθρώπους, ακόμη και σ΄ αυτούς που αποτελούν σκεύη εκλογής, όπως ήταν η Παναγία. Κατά τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, η Θεοτόκος ήταν «υποκείμενη εις το προπατορικό αμάρτημα μέχρι του Ευαγγελισμού. Τότε γαρ εκαθαρίσθη διά της επελεύσεως του Αγίου Πνεύματος». Όσον αφορά στην μετάσταση της Θεοτόκου, η ορθόδοξη παράδοση αναφέρεται στην μετά θάνατον μετάστασή της, χωρίς όμως αυτό να ανάγεται σε δόγμα, αφού δεν μαρτυρείται ούτε στην Αγία Γραφή ούτε στην αποστολική παράδοση.
Στην Ορθοδοξία η λατρεία ανήκει μόνο στον Τριαδικό Θεό, ενώ στους αγίους και την Παναγία αρμόζει η τιμητική προσκύνηση και η πρεσβευτική ιδιότητα προς τον μόνο Σωτήρα, τον Κύριόν μας Ιησούν Χριστόν. Με μεγάλη σαφήνεια η Ζ' Οικουμενική Σύνοδος (787) ορίζει: «τιμάν και μεγαλύνειν εμάθομεν πρώτον μεν και κυρίως και αληθώς την του Θεού Γεννήτριαν και τας αγίας και αγγελικάς Δυνάμεις και τους ενδόξους Μάρτυρας, αλλά και τους αγίους άνδρας, και τούτων αιτείν τας πρεσβείας», (βλ. σχ. Αρχιμ. Σπ. Μπιλάλη, Ορθοδοξία και Παπισμός, εκδ. Ορθοδόξου τύπου, Αθήνα 1969, σελ. 164-191).


The papist "Church" by deviating from the correct teaching of our Fathers, was driven to falsehoods, innovations and false dogmas in the person of the All Holy (Panagia, the Theotokos). Thus in 1854 the dogma of the immaculate conception of the Theotokos, namely, "that Virgin Mary from the first moment of her conception was kept clean from all ancestral pollution of sin.
In 1950 Pope Pius 12 declared as dogma the incorporation of the translation of the Theotokos according to which "the ever virgin Mother of God after her earthly life, was translated body and soul to the heavenly glory". The last few years it is observed by the papists, a strong inclination towards granting exaggerated honours to the Theotokos, that reach the limits of worship. "Co-redeemer", "Mother of the Church" "Intercessor for all the graces" are some of the honourary titles they grant to the All Holy, with an erroneous and problematic content.
According to the Orthodox teaching, the ancestral sin is passed on to all the people, even to those that comprise the elected implements, as was the Most Holy Theotokos. According to St. Nikodim, the Agiorite, the Theotokos was "subject to the ancestral sin until the annunciation. For then she was cleansed through the advent of the Holy Spirit". What concerns the translation of the Theotokos, Orthodox teaching mentions the post repose translation, without however this becoming raised to dogma, as it not confessed in the Holy Bible or in the Apostolic Tradition.
In Orthodoxy, worship belongs totally and only to the Trinitarian God, where as towards the saints and the Most Holy, it befits the veneration of honour and intercessory capacity to the only Saviour, our Lord, Jesus Christ. With great clarity the 7th Ecumenical Council (787) declares: "Honouring and magnifying we learnt firstly, primarily and truthfully the bearer of God and the holy and angelic powers and the glorious Martyrs but also the holy men whose intercessions are requested".(book by : Archim. Sp Bilali, Orthodoxy and Papism, Pub. Orthodox Print, Athens 1969 pp 164-191).

Παρασκευή 17 Ιουλίου 2009

H Ελλάδα και η Δ' Σταυροφορία - Greece and the later crusades




Στήβεν Ράνσιμαν, H Ελλάδα και η Δ' Σταυροφορία

Από το The New Griffon, Περιοδική Έκδοση της Γενναδίου Βιβλιοθήκης.

[Περίληψη της διάλεξης που δόθηκε στη Μονεμβασία στις 31 Ιουλίου 1982, την οποία ο συγγραφέας είχε την πρόθεση να επεξεργαστεί για τη δημοσίευση. Το κείμενο της περίληψης μοιράσθηκε στο ακροατήριο της 31ης Ιουλίου 1982.]

Μετάφραση-Περίληψη: Αλ. Γ. Καλλιγάς.


ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΟΙ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ακόμη καταλήξει σε τελικό συμπέρασμα για τους λόγους για τους οποίους άλλαξε πορεία η Δ' Σταυροφορία. Άλλοι θεωρούν, δηλαδή, ότι η αλλαγή πορείας της Σταυροφορίας και η εγκατάσταση στην Κωνσταντινούπολη της Λατινικής Αυτοκρατορίας ήταν ένα σχέδιο προετοιμασμένο από τη Βενετία και ίσως από μερικούς αρχηγούς των Σταυροφόρων, ενώ άλλοι το αποδίδουν σε λάθος της τύχης. Ίσως το ασφαλέστερο θα ήταν να πει κανείς ότι οι Ενετοί και οι Σταυροφόροι ευνοούσαν την εγκατάσταση στην Κωνσταντινούπολη φιλικής προς αυτούς κυβερνήσεως και εν συνεχεία μια σειρά απρόβλεπτα γεγονότα, για τα οποία ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό η ανικανότητα της οικογένειας των Αγγέλων, οδήγησαν στην τραγωδία της Άλωσης της Πόλης και του διαμελισμού της Αυτοκρατορίας.

Η Δ' Σταυροφορία σημειώνει μια καμπή στην ιστορία του Βυζαντίου, που ως τότε υπήρξε το προπύργιο του Χριστιανισμού εναντίον του Ισλάμ. Από την περίοδο αυτή όμως, που οι Τούρκοι άρχισαν να προωθούνται στη Μικρά Ασία, οι Βυζαντινοί δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν τον από την Ανατολή κίνδυνο, παρ' όλο που θα μπορούσαν να είχαν εκμεταλλευτεί τις επιδρομές των Μογγόλων εναντίον των Τούρκων,για να τους εξουθενώσουν. Αλλά το Βυζάντιο είχε καταλήξει πια ένα μικρό κράτος στην Ανατολική Ευρώπη, ανάμεσα σε άλλα, ισχυρότερα, κράτη.

Η Δ' Σταυροφορία όμως αποτελεί καμπή και στην ιστορία των Σταυροφοριών, που ως τότε κατευθύνονταν εναντίον των Μουσουλμάνων και γίνονταν σε συνεργασία με τους Βυζαντινούς, τους οποίους όμως οι Δυτικοί δεν θεωρούσαν σίγουρους συμμάχους: αισθάνονταν απέχθεια καί αντιζηλία γι' αυτούς, στα μάτια τους ήταν σχισματικοί, επειδή η Εκκλησία τους δεν υποτάσσονταν στην παπική εξουσία. Γι' αυτό θεωρούσαν ότι έπρεπε εκείνοι να αναλάβουν την εξουσία στο Βυζάντιο. Αλλά παρά τις προσπάθειες των Δυτικών να δικαιώσουν ηθικά το αποτέλεσμα της Δ' Σταυροφορίας, υπήρξε ένα τρομερό λάθος και πολιτικό και στρατηγικό. Οι τελευταίες δεκαετίες του 12ου αιώνα είναι μία περίοδος αδυναμίας για το κουρασμένο, από τα φιλόδοξα σχέδια του αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνού, Βυζάντιο. Έτσι οι Τούρκοι μπόρεσαν να εγκατασταθούν στη Μικρά Ασία και οι Σταυροφόροι δεν μπορούσαν πια να κατευθύνονται προς τη Συρία δια ξηράς.

Ένα πιο σοβαρό αποτέλεσμα της Δ' Σταυροφορίας ήταν ότι θεωρήθηκε ιερό καθήκον των Δυτικών να κρατήσουν την Ανατολική Εκκλησία υπό τον έλεγχο της Ρώμης καί να πολεμούν, επομένως, εναντίον των σχισματικών Ελλήνων. Έτσι, αντί να πολεμούν στην Παλαιστίνη, διάφοροι φιλόδοξοι ιππότες μπορούσαν να πολεμούν σε πολύ πιο ευχάριστο περιβάλλον, στην Ελλάδα, εγκαθιστώντας εκεί ηγεμονίες. Και το πιο τρανό παράδειγμα της περίπτωσης αυτής είναι του Γοδεφρείδου Βιλλαρδουίνου,που εγκαταστάθηκε στην Πελοπόννησο και έγινε Πρίγκιπας της Αχαΐας.

Εξακολουθούσαν βέβαια να υπάρχουν Σταυροφόροι παλαιού τύπου, αλλά οι προσπάθειες των Δυτικών συγκεντρώθηκαν στη Λατινική Αυτοκρατορία της Ρωμανίας και στις ηγεμονίες που ιδρύθηκαν στην Ελλάδα, που την ίδρυσή τους οι Πάπες ενθάρρυναν, πράγμα που έκανε πολλούς ευσεβείς καθολικούς να αντιμετωπίζουν την κατάσταση με πολύ σκεπτικισμό. Όταν, δε, οι Πάπες έφτασαν στο σημείο να κηρύσσουν τον ιερό πόλεμο εναντίον των πολιτικών τους αντιπάλων,τότε και η ιδέα της υψίστης παγκόσμιας παπικής εξουσίας και το κίνημα των Σταυροφοριών παρήκμασαν. Η παρακμή όμως των Σταυροφοριών έγινε σταδιακά. Όσο υπήρχε ακόμη κάποια εξουσία των Σταυροφόρων στη Συρία, δηλαδή ως τα 1291 αλλά και λίγο αργότερα, βρίσκονταν Σταυροφόροι πού πήγαιναν να πολεμήσουν εναντίον των απίστων και οργανώθηκαν κάποιες εκστρατείες, συνήθως χωρίς επιτυχία.

Παρ' όλο που οι Δυτικοί συνειδητοποίησαν ότι η κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης δεν είχε γι' αυτούς πραγματική αξία,πράγμα που οι Ενετοί είχαν διαπιστώσει από νωρίτερα (ενώ οι Γενοβέζοι συμμάχησαν με τους Βυζαντινούς και ανέλαβαν το πολύ αποδοτικό εμπόριο στη Μαύρη Θάλασσα), η απώλειά της, στα 1261, κατάφερε ένα βαρύ κτύπημα στην περηφάνια τους. Η κατοχή της Ελλάδας, εν τούτοις, και των νησιών του Αιγαίου είχε γι' αυτούς μεγάλη σημασία, γιατί μπορούσαν να ελέγχουν τους θαλάσσιους δρόμους προς τους Αγίους Τόπους, ακόμη και μετά την τουρκική διείσδυση στη Μικρά Ασία. Και από αυτή την άποψη ίσως και οι ίδιοι οι Έλληνες να επωφελήθηκαν από την παρουσία των Λατίνων σε ορισμένα μέρη, όπως για παράδειγμα από την παρουσία των Ιωαννιτών Ιπποτών στη Ρόδο, που δέχονταν πρώτοι τις τουρκικές επιθέσεις.

Ήταν λοιπόν για τους Δυτικούς καίρια η θέση της Ελλάδας για τη συνέχιση των Σταυροφοριών. Και επειδή οι Έλληνες ήσαν σχισματικοί στα μάτια τους, θεωρούσαν ιερό καθήκον να καταλάβουν τις χώρες τους και να τους πολεμήσουν, αν διαφωνούσαν. Και όπως πάντα, λαμβάνοντας υπ' όψιν το πρακτικό όφελος, η Βενετία φρόντισε να εξασφαλίσει, κατά τη συμφωνία του διαμελισμού της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας στα 1204, τις περιοχές εκείνες που θα εξυπηρετούσαν τα εμπορικά της συμφέροντα, ακόμη και αν δεν μπορούσε εξ αρχής να τις καταλάβει όλες, και περιορίστηκε στα λιμάνια της Μεθώνης και Κορώνης, την Κρήτη και αργότερα το Ναύπλιο, ενώ ενίσχυε τους πολίτες της να καταλάβουν ελληνικές περιοχές και να ιδρύσουν ανεξάρτητες ηγεμονίες. Δεν έχανε όμως έτσι το νομικό δικαίωμα να διεκδικήσει αργότερα οποιαδήποτε από τις περιοχές αυτές έκρινε ότι εξυπηρετούσε τα συμφέροντά της. Οι υπόλοιπες ηγεμονίες δημιουργήθηκαν από Γενοβέζους αλλά κυρίως από Γάλλους της Βουργουνδίας, όπως οι Βιλλαρδουίνοι της Πελοποννήσου και οι Ντε λα Ρός της Αθήνας και της Θήβας.

Παρ' όλο που δεν είναι δυνατόν να αναπτύξει κανείς εδώ την πολύπλοκη ιστορία της Φραγκοκρατίας, οι ηγεμόνες αυτοί στην Ελλάδα πίστευαν ότι υπηρετούσαν, με την εχθρική τους στάση εναντίον των Ορθόδοξων,την υπόθεση των Σταυροφοριών. Άλλωστε, διάσταση απόψεων μεταξύ Σταυροφόρων και Βυζαντινών ως προς τους σκοπούς των Σταυροφοριών υπήρχε ήδη από την Α' Σταυροφορία. Οι πρώτοι τις έκαναν για να ανοίξουν οι δρόμοι προς τους Ιερούς Τόπους, οι δεύτεροι για να φύγουν οί Τούρκοι από τη Μικρά Ασία. Την εποχή της Α' Σταυροφορίας ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου δεν είχε τη διάθεση να επεκτείνει τα εδάφη του, ενώ αναγνωρίζονταν ως προστάτης των ορθόδοξων κατοίκων των Αγίων Τόπων. Οι κάτοικοι έβρισκαν, αργότερα, ότι περνούσαν καλύτερα υπό τους χαλίφες παρά υπό τους Φράγκους. Για τους Λατίνους οι Ορθόδοξοι ήσαν πολύ ανεκτικοί απέναντι στους Μουσουλμάνους. Οι ίδιοι πίστευαν στην αξία του πολέμου, ενώ αντίθετα οι Βυζαντινοί προσπαθούσαν πάντα να τον αποφύγουν πιστεύοντας στην αξία της διπλωματίας. Βέβαια και οι Σταυροφόροι, όταν εγκαταστάθηκαν στη Συρία και την Παλαιστίνη, ανακάλυψαν την ανάγκη της διπλωματίας. Αλλα κάθε νέο κύμα Σταυροφόρων έφτανε στους Αγίους Τόπους για να κάνει πόλεμο και αυτό συνέτεινε στην εξαφάνιση των κρατιδίων των Σταυροφόρων εκεί. Σε τέτοιους Σταυροφόρους οι Ορθόδοξοι έμοιαζαν, αναπόφευκτα, αναξιόπιστοι.

Το Σχίσμα έκανε την κατάσταση ακόμη πιο περίπλοκη. Οι Δυτικοί θεωρούσαν ότι έπρεπε να επαναφέρουν τους Ορθόδοξους στην ορθή πίστη, αλλά ότι αυτό μπορούσε να γίνει μόνο δια της βίας. Μερικοί βέβαια θεωρούσαν ότι αρκούσαν μόνο απειλές,και έτσι κατάφερε ο πάπας Γρηγόριος Ι’, ανάμεσα στα 1271 και 1276, να πείσει τον βυζαντινό αυτοκράτορα Μιχαήλ Η' Παλαιολόγο να δεχθεί την ένωση των Εκκλησιών και την υποταγή των Ορθόδοξων στη Ρώμη. Δεν ακολούθησαν όμως τον Μιχαήλ οι υπήκοοί του.

Στην Ελλάδα, παρ' όλο που οι φράγκοι ηγεμόνες ήταν σκληροί απέναντι στους Ορθόδοξους, δεν φαίνεται να ήθελαν πολύ την ένωση των Εκκλησιών, που θα τους υποχρέωνε να αποκαταστήσουν την ελληνική εκκλησιαστική ιεραρχία, την οποία είχαν αντικαταστήσει με λατινική. Άλλωστε ο πάπας Γρηγόριος Ι δεν ήταν δημοφιλής στους φράγκους πρίγκιπες και ιδιαίτερα στον πιο φιλόδοξο μαχητή για τα λατινικά συμφέροντα, κατά τον όψιμο 13ο αιώνα, τον Κάρολο του Ανζού, αδελφό του βασιλιά της Γαλλίας Αγίου Λουδοβίκου.

Ο Κάρολος είχε καταφέρει με τη βοήθεια των υποστηρικτών του Πάπα να καταλάβει το θρόνο της Νεάπολης και της Σικελίας από την οικογένεια των Χόχενσταουφεν. Σκόπευε να δημιουργήσει μια μεσογειακή αυτοκρατορία. Παρά τα αναμφισβήτητα προσόντα του, ήταν απάνθρωπος. Βέβαια κάλυπτε τις αποικιοκρατικές του φιλοδοξίες με το μανδύα του ιερού πολέμου εναντίον των σχισματικών, που ήταν πιο βολικοί αντίπαλοι από τους απίστους. Ήθελε να αποκαταστήσει τη Λατινική Αυτοκρατορία στην Κωνσταντινούπολη. Παρ' όλο, όμως, που ο πάπας Γρηγόριος Ι’ προσπάθησε να του στρέψει το ενδιαφέρον προς την Ανατολή, βοηθώντας τον να αγοράσει τα δικαιώματα του θρόνου της Ιερουσαλήμ, ο Κάρολος δεν ανέλαβε καμιά επιχείρηση στην Ανατολή.

Συμμετέσχε σε μία μόνο Σταυροφορία, που οργάνωσε ο αδερφός του, ο Άγιος Λουδοβίκος, τον οποίο ο Κάρολος έπεισε να κατευθυνθεί, όχι εναντίον της Ιερουσαλήμ, αλλά της Τύνιδας. Η εκστρατεία απέτυχε, ο βασιλιάς της Γαλλίας πέθανε,ο στρατός και ο στόλος έπαθαν μεγάλες ζημιές.

Αξίζει να σταθεί κανείς σε αυτόν τον βασιλιά που αποτέλεσε τον μεγαλύτερο κίνδυνο για τους Έλληνες. Λίγο πριν καταλάβει το θρόνο του ο Κάρολος, οι Βυζαντινοί άρχισαν να ανακαταλαμβάνουν την Πελοπόννησο, από τα τρία μεγάλα κάστρα, τον Μυστρά, τή Μαΐνη και αυτήν εδώ την ιστορική πόλη της Μονεμβασίας. Υπήρξαν το αντάλλαγμα για την απελευθέρωση του Πρίγκιπα Γουλιέλμου Β' Βιλλαρδουίνου, πού είχε πιαστεί αιχμάλωτος, μετά τη μάχη στη μακρινή Πελαγονία της Μακεδονίας, από τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Η' Παλαιολόγο, και παρ' όλο που κρύφτηκε πίσω από ένα σωρό άχυρα, μεταμφιεσμένος, τον αναγνώρισαν από τα προεξέχοντα δόντια του. Έτσι οι Βυζαντινοί έθεσαν τη Λακωνία υπό τον έλεγχό τους. Αυτό τρόμαξε τους Λατίνους, και ο Κάρολος, που θεωρούσε τον εαυτό του πρωταγωνιστή, ανέλαβε δράση. Δεν θέλησε όμως να χτυπήσει τη Λακωνία, αλλά θεώρησε ότι παίρνοντας την Πόλη θα υποχρέωνε και τις επαρχίες να παραδοθούν. Οργάνωσε δυνατό στρατό και στόλο, συμμάχησε με τη Βενετία και βέβαια με τον Πάπα και θεωρούσε ότι, παρ' όλο που υπήρχε ακόμη απόγονος των Χόχενσταουφεν (η βασίλισσα της Αραγονίας), δεν κινδύνευε από εχθρούς και ότι δεν θα έβρισκε εμπόδιο στη Σταυροφορία του.

Η πρώτη του εκστρατεία εν τούτοις χρησιμοποιήθηκε, όπως είδαμε, για την ενίσχυση του αδελφού του, Αγίου Λουδοβίκου, με μεγάλες απώλειες. Όταν ετοιμάστηκε άλλη, ο Πάπας Γρηγόριος Ι’, που μόλις είχε επιτύχει την ένωση των Εκκλησιών, την απαγόρευσε. Αλλά ο Πάπας αυτός πέθανε, οι Έλληνες δεν αποδέχθηκαν την ένωση, και έτσι οι επόμενοι Πάπες υποστήριξαν τα σχέδια του Καρόλου, που άρχισε πάλι να ετοιμάζεται για την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης.

Δεν υπάρχει χρόνος για να αναφερθούν όλες οι λεπτομέρειες της μεγάλης διεθνούς συνωμοσίας που έσωσε την Κωνσταντινούπολη. Οργανωτής της ήταν ένας ναπολιτάνος γιατρός που τον χρησιμοποιούσαν όλες οι πλευρές, ήταν όμως έμπιστος των Χόχενσταουφεν. Αυτός βρισκόταν σε στενή επαφή με τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Η' Παλαιολόγο, που αντιμετώπιζε με τρόμο την εκστρατεία του Καρόλου. Η συνωμοσία χρηματοδοτήθηκε από τους Βυζαντινούς και σ' αυτή συνεργάστηκαν οι Γενοβέζοι και η Αυλή της Αραγονίας. Οργανώθηκε στη Σικελία,όπου η διοίκηση του Καρόλου παρουσίαζε τις μεγαλύτερες αδυναμίες λόγω της αντιθέσεως των Σικελών στον Κάρολο. Στά 1282 -ενώ είχε συγκεντρωθεί η μεγάλη αρμάδα του Καρόλου του Ανζού στη Μεσσήνη της Σικελίας,για να ξεκινήσει για την Κωνσταντινούπολη- έξω από την εκκλησία όπου είχε συγκεντρωθεί το πλήθος για τον Εσπερινό της Δευτέρας του Πάσχα, η κακή συμπεριφορά ενός γάλλου λοχία δημιούργησε αναταραχή, που απλώθηκε και οδήγησε στη σφαγή των Γάλλων. Μέσα σε μια βδομάδα, όσοι δεν είχαν φύγει από τη Σικελία είχαν σκοτωθεί, εκτός από τη Μεσσήνη, όπου βρίσκονταν ο μισοκατεστραμμένος στόλος του Καρόλου, ο οποίος είχε πια εμπλακεί σε πόλεμο εναντίον της Γένοβας και της Αραγονίας, που κράτησε ως το θάνατο του. Έτσι ματαιώθηκε η εκστρατεία εναντίον της Κωνσταντινούπολης.

Η σφαγή αυτή,που είναι γνωστή ως Σικελικός Εσπερινός, έχει καίρια σημασία για την Ιστορία της Μεσογείου, αλλά κυρίως για την ιστορία των Ελλήνων, την ιστορία του ελληνισμού. Ματαίωσε την τελευταία προσπάθεια για Σταυροφορία εναντίον των Ορθοδόξων και παρ' όλο που οι θεωρητικοί των Σταυροφοριών συνέχισαν να μιλούν για την ανάγκη να υποτάξουν τους Έλληνες στους Λατίνους, δεν εκφράζονταν πια η πρόθεση να οργανωθεί Σταυροφορία και οι Έλληνες αφέθηκαν ήσυχοι στο Βυζάντιο, ενώ στην Πελοπόννησο αντιμετώπιζαν αντίσταση κυρίως από τις εγκατεστημένες εκεί δυνάμεις των Λατίνων.

Μερικοί δυτικοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι, αν είχε διαμορφωθεί ένα ισχυρό λατινικό κράτος στην Κωνσταντινούπολη, θα είχε μπορέσει να εμποδίσει την τουρκική προέλαση στην Ευρώπη. Μάλλον όμως θα ήταν αδύνατο να δημιουργηθεί ισχυρό λατινικό κράτος στην Κωνσταντινούπολη, όπως φάνηκε και από τις δυσκολίες του λατινικού κράτους του πρώιμου 13ου αιώνα και από τις ανεπιτυχείς προσπάθειες του Καρόλου, αλλά και από τη γενική κατάσταση και των Βαλκανίων και της Δυτικής Ευρώπης εκείνη την εποχή. Η αδιαφορία εξακολούθησε να υπάρχει, ακόμη κι όταν ο κίνδυνος από την προέλαση των Τούρκων έγινε εμφανής. Το μόνο αποτέλεσμα θα ήταν να πληγωθεί θανάσιμα ο ελληνικός κόσμος. Η λέξη Σταυροφορία έχει τώρα πια έναν ευγενικό απόηχο! Αλλά η πραγματική ιστορία των Σταυροφοριών δεν συμφωνεί μ' αυτήν την ερμηνεία,της γενναίας προσπάθειας για έναν ευγενικό σκοπό. Αν και οι Σταυροφόροι πίστευαν ότι έφεραν τη θέληση του Θεού, χαρακτηρίζονταν από άγνοια, μισαλλοδοξία καί αγριότητα. Ξεκίνησαν για να σώσουν τη χριστιανοσύνη, αλλά έφεραν μόνο καταστροφή. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία επωφελήθηκε ίσως από την Α' Σταυροφορία, και αργότερα η ύπαρξη των κρατών των Σταυροφόρων ίσως να έστρεφε την προσοχή των Μουσουλμάνων προς αυτά αποσπώντας την από το Βυζάντιο. Αλλά η Β' και η Γ' Σταυροφορία δεν δημιούργησαν παρά δυσκολίες στο Βυζάντιο, ενώ η Δ' του έκανε μια πληγή, από την οποία δεν στάθηκε δυνατό να αναρρώσει. Η αλήθεια είναι ότι, μετά τον Σικελικό Εσπερινό, δεν οργανώθηκε άλλη Σταυροφορία εναντίον των Ελλήνων, παρ' όλο που οι εκκλησιαστικοί υπόσχονταν πάντα πνευματικές ανταμοιβές σε όσους μάχονταν εναντίον των Ορθόδοξων. Στην ίδια την Ελλάδα οι σχέσεις μεταξύ των ηγεμόνων της Φραγκοκρατίας και των Ελλήνων δεν ήταν πάντα κακές. Αλλά υπήρχε πάντα στο βάθος μια έχθρα που την αισθάνονταν ιδιαίτερα όσοι έρχονταν για πρώτη φορά από τη Δύση, μια έχθρα, που εξέφραζε ένα μέρος από το πνεύμα των Σταυροφοριών, όπως είχε καταλήξει τότε πια.

Γι' αυτό θεωρώ τη λέξη "Σταυροφορία"βρόμικη.



Steven Runciman, Greece and the later crusades*

From the New Griffon, A Gennadius Library Publication, American School of Classical Studies at Athens. Editor: Haris A. Kalligas, Director, Gennadius Library. Produced & Distrbuted by Potamos Publishers & Booksellers, Athens 2002.


THE STORY OF THE FOURTH CRUSADE is misted by controversy. Historians still argue whether the diversion of the Crusade to Constantinople and the capture and sack of the city and the establishment of a Latin Empire there was the result of deliberate planning by Venice and perhaps also by certain leaders of the Crusade, or the outcome of a series of historical accidents. Perhaps it is safest to say that the Venetians were eager to use the Crusade to set up a government favourable to their commercial interests in Constantinople and that the Crusaders were convinced that a friendly government there would help the whole Crusading movement, believing that its failures were largely due to the equivocal attitude of the Byzantines; and then a series of unforeseen events, for which the ineptitude of various members of the Imperial family of the Angeli must take much of the blame, led to the tragedy of the fall of the great city and its division between Venice and a Latin Emperor.

Whatever the causes of the Fourth Crusade, its outcome marked a turning-point in the history of Byzantium. No longer could the Empire act as the bulwark of Christendom against Islam. The Latin conquest was incomplete; but the Byzantines in exile were too busy establishing a stable government and too anxious to recover their capital city to pay much attention to their Eastern frontier. A strong Byzantium might have been able to take advantage of the period in the mid-thirteenth century when the Anatolian Turks were hard pressed by Mongol invasions and to recover much lost territory. But the struggling Empire based on Nicaea, able though its rulers were, was in no position to take the offensive in the East. By the time that Constantinople was recaptured and Western attempts at retaliation countered, it was too late. The Osmanli Turks were beginning to emerge; and the Byzantine Empire had become only one state in Eastern Europe set amongst other states, many of them larger and richer than itself.

But the Fourth Crusade also marked a turning-point in the history of the Crusading movement. Hitherto the Crusades had been directed against the infidel Muslims; and, apart from the re-conquest of the Iberian peninsula (where the idea of the Holy War had in fact first been realised), their essential object had been to restore the holiest places of Christendom to Christian rule and to keep the road thither open to pilgrims. The earlier Crusaders knew that they needed the co-operation of Byzantium. Their armies had to march through Byzantine territory to reach the Holy Land; and the Crusaders settled in the East continued to see the importance of the Byzantine alliance. But the Crusaders failed to understand that the interests and the duty of the Byzantine Emperor were to consolidate his own dominions and not to indulge in adventures further to the East, however much he might sympathise with their cause. To the Crusaders he seemed an ally of doubtful loyalty. The Western Europeans had long felt a jealous dislike for the Greeks; and the refusal of the Greek Church to abandon all its traditions and submit to the authority of the Roman pontificate added to their dislike. The Greeks were schismatics and not to be trusted. The best solution in Western eyes would be to establish authority over Byzantium. The Fourth Crusade was therefore both politically and morally right - in their eyes. In fact, whatever the morals of it, it was politically and strategically a disastrous mistake.

In the last decades of the twelfth century Byzantium was passing through a period of weakness. The Emperor Manuel I's ambitious schemes had overstrained the Empire; and his terrible defeat at the hands of the Turks at Myriokephalon in 1176, which temporarily destroyed the Byzantine army as a fighting force, and then the dynastic problems that followed his death and the accession of the incompetent Angeli emperors: all that combined to enable the Turks to establish themselves so solidly in Anatolia that the overland route to Syria would no longer be practicable for Christian armies. Frederick Barbarossa, leading the largest army that ever went on a Crusade, managed to fight his way through in 1190; but his army disintegrated on his sudden death. Future armies would have to go by sea; and the control of Constantinople was therefore strategically irrelevant.

But there was a more serious outcome for the whole Crusading movement. Whatever Pope Innocent III may have thought about the ethics of the Fourth Crusade, once Byzantium with its schismatic citizens was brought under Western control and the control of the Roman Church, it became to the Papacy a matter not only of pride but of religious duty to maintain that control. To fight against the schismatic Greeks therefore became as holy a task as to fight against the infidels further to the east. It earned the same spiritual rewards. In consequence a pious but ambitious knight need no longer make the arduous journey to Palestine, to fight there in a cruel climate against a relentless enemy. He could receive the same spiritual benefits by making a shorter journey to the pleasant lands of Greece, where the enemy was disorganized and more docile. It was far easier and more attractive to set up a lordship there. The outstanding example of this is the case of Geoffrey of Villehardouin, who was to become Prince of Achaea. He had set out late for the Fourth Crusade and sailed straight for Syria. But when he arrived there he heard of the pickings that were to be obtained in Greek lands. So he at once gave up all thought of fighting the infidel and turned back to make his career in the Peloponnese.

There were, it is true, still in the thirteenth century Crusaders of the old type who felt it to be their duty to fight the infidel in the Holy Land. But there was no longer the same concentrated effort there. The beleaguered inhabitants of Outremer, the Prankish lands in Syria and Palestine, saw men and money that should have been devoted to their help going instead to buttress up the tottering Latin Empire of Romania or carving comfortable lordships at the expense of the Greeks. The Papal authorities even encouraged this. In 1239 Pope Gregory IX did his best to persuade Richard, Earl of Cornwall, to divert the money that he had collected for a campaign in Palestine to an expedition against the Greeks of Nicaea. Pope Innocent III had already extended the Holy War to include wars against the Cathar heretics in southern France. This further extension against the Greeks shocked many pious Catholics. Soon after the Fourth Crusade the monk, Guyot de Provins, in his satirical work called La Bible asked pointedly why the Crusade was now directed against Greeks. It was from sheer greed, he said. The troubadour Guillem Figuera, who as a southern Frenchman, and possibly a heretic, resented the Albigensian Crusade as well, wrote about the same time in a poem: "Rome, you do little harm to Saracens, but you massacre Greeks and Latins." The resentment by genuine Crusaders was to become greater when the Papacy began to preach the Holy War against its political enemies in the West. This was the final debasement of the Holy War; and when the Papal wars failed in Europe, with the War of the Sicilian Vespers, the grand conception of the supreme universal Papacy collapsed. With its collapse the Crusading movement also faded out.

But it faded out slowly. So long as the Crusaders kept a foothold on the Syrian mainland, that is to say, till the fall of Acre in 1291, there were periodical expeditions that went to the East to fight the infidel, all of them unsuccessful except for the Crusade of the excommunicated Emperor Frederick II, which succeeded without fighting in temporarily recovering Jerusalem. Even after the fall of Acre there were still a few Crusaders eager to fight against the infidel, such as King Peter I of Cyprus, whose expedition against Alexandria in 1365 did far more harm to Christian trading interests than to Muslim power. More practical Crusaders saw that the Turks in Anatolia were now the most dangerous enemy to Christendom; but expeditions against the Turks were generally unsuccessful, apart from the allied effort in 1344 which resulted in the Christian capture of Smyrna.

The Latins who captured Constantinople soon came to realize that its possession was not of value for the Crusading movement. The Latin Empire that they established endured unhappily for nearly half a century. Already before the Byzantines recaptured the city in 1261 the Venetians, who were always practical, had decided that it was not really worth preserving. (The Genoese, more practical still, saw the advantage of the Black Sea trade and farsightedly made an alliance with the Greeks.) The loss of Constantinople was a blow to Latin pride; and the restoration of the Latin Empire became a duty for pious western potentates. But Greece was another matter. From a practical point of view it could be argued that control of the harbours in the Greek peninsula and islands was essential, now that Crusades to the Levant had to travel by sea and now that the chief Muslim enemy was entrenched in Anatolia. This was the excuse for the Hospitallers' siezure of Rhodes in 1308. It could indeed be argued that even the Greeks in Greece profited from the presence of the Military Knights in that key position, as a buttress against the Turks.

In Western eyes Greece was thus in a pivotal position for the continuance of the Crusading movement. The Greeks were schismatic and therefore not to be trusted; so it was a pious duty to occupy their lands and to fight against them if they objected. Venice, as usual, took a practical line. In the division of territory arranged and signed by the Crusader allies in 1204 -a division that optimistically covered large tracts of territory that they had not yet conquered-, Venice demanded far more than she intended to occupy, including all western Greece and most of the Peloponnese. This was so that she might have a legal right to any places in the area that she might later find it convenient to take over. In fact she occupied only the ports of Corone and Methone and the island of Crete, and, later, Nauplia, all of them with harbours that would be useful strategically both for commerce and for war. But she encouraged her leading citizens to find themselves lordships in Greek lands, as did the Genoese in spite of their alliance with Byzantium. The other lords who acquired territory in Greece were nearly all Frenchmen or Burgundians, the most eminent being the Villehardouins in the Peloponnese and the de la Roches in Thebes and Athens.

This is not the place to attempt to give a summary of the complicated history of the Francocratia in Greece. But it is important to remember that every Prankish lord in Greece believed that somehow by his presence there he was helping the noble cause of the Crusade against the infidel, and that, if he showed intolerance towards the Orthodox, it was because he believed that not only were they in religious error by not accepting the Pope as Vicar of God but that they were unreliable as allies in the great Crusading movement. To some extent, according to their lights, the Prankish lords were right. Ever since the time of the First Crusade there had been a misunderstanding between Byzantium and the Western Christians about the aims and the methods of the Crusades. In the West the motive force had been to reopen the pilgrim routes to the Holy Places and to ensure that pilgrimage should continue for ever guaranteed by Christian possession of the Holy Land. To Byzantium the primary aim had been to drive the Turks back out of Anatolia. The Emperor was much less interested in what might happen in lands beyond the historic boundaries of the Empire. At the time of the First Crusade he would have been quite content to leave Palestine under the rule of the tolerant Fatimid Caliphs of Egypt, who had accepted him as protector of the Orthodox in their dominions — and, indeed, the Orthodox in the Crusading states were soon to find that they had been rather better treated by the Caliphs than they were by Frankish rulers. Reciprocally, the Orthodox were more tolerant of Islam and less ignorant about it than were the Westerners who were horrified to find that there was a mosque in Constantinople for the use of visiting Muslim merchants and for Muslim mercenaries and prisoners of war. As regards methods, the Byzantines believed in diplomacy, at which they were adept. They would go to great lengths to avoid warfare, which they found to be expensive, disruptive and rather risky. They knew how to play off one Muslim potentate against another, even if that might involve bribes and, to Western eyes, indecorous gestures of friendship towards some of the infidel. The Westerners glorified war; and, though the Crusaders settled in Syria and Palestine soon learned the advisability, indeed, the necessity, of similar diplomatic methods, each new wave of Crusaders from the West came simply to fight the infidel and was horrified by any thought of making even temporary gestures of friendship with a Muslim - an intransigence that was a main cause for the elimination of the Crusader states. To such Crusaders the Orthodox inevitably seemed untrustworthy.

The schism complicated matters. The Orthodox were ungodly as well as untrustworthy. It was a pious duty to bring them into the Roman fold. The average Westerner felt that could be done only by force. But there were others who hoped that the Orthodox authorities, that is to say, the Emperor in Byzantium could be persuaded to submit to Rome and to bring his subjects with him. This might involve the use of threats; but force should be avoided. Pope Gregory X, Pope from 1271 to 1276, who was genuinely concerned about the Crusaders in the East, favoured this view, and achieved a religious diplomatic triumph when he induced the Emperor Michael VIII to send delegates to the Council of Lyons bearing with them his submission to Rome. But Michael soon found that he could not carry his people with him.

The Frankish rulers in Greece nearly all took a hard line against the Orthodox. The Greek hierarchy was replaced by a Latin hierarchy, many of whose members tried to enforce Roman usages throughout their Episcopal sees. Only a few of the wiser princes, such as the Villehardouins, endeavoured to restrain such zeal and to allow their Greek subjects to retain their local priests and their liturgy - so long as the priests accepted the nominal authority of the Latin upper hierarchy. But it is doubtful if any of the princes would really have welcomed the complete submission of the whole See of Constantinople to Rome. That would have been too likely to involve the restoration of a Greek hierarchy throughout, a hierarchy which though it might recognize Papal supremacy would have been Greek. Pope Gregory X, with his zeal for a Crusade in the East and his desire for a peaceable union of the Churches, was not a popular figure amongst the Frankish rulers. He was particularly resented by the potentate who was the most active protagonist of the Latin cause in the later thirteenth century, Charles of Anjou, the youngest brother of Saint Louis, King of France.

Charles had in 1265, with the blessing of the Papacy and material help from the Guelphs, the Papal supporters in Italy, conquered the kingdom of Naples and Sicily from the Hohenstaufen King, Manfred; and he aimed at the creation of a Mediterranean empire. He was a man of tireless energy and great administrative ability, ruthless and lacking in humanity; but according to his lights he was genuinely pious and saw himself as a soldier of God fighting against the infidel and the schismatic. He saw his imperialistic ambitions as being justified because they served the cause of God. But he found it more convenient to his aims to fight the schismatic rather than the infidel. He wished to restore the Latin Empire of Constantinople to its claimant, Baldwin II, whose daughter and heiress he married to one of his sons, while another son married the heiress of the Villehardouins, the marriage contract giving him control of her inheritance. Pope Gregory X, who (as I have said), hoped to convert rather than conquer the Byzantines, tried to make Charles devote his attention to the Crusaders in the East by helping him to buy the rights to the throne of Jerusalem from an elderly spinster princess whose own rights to it were very shaky; and for a time he established his authority in Acre, the capital of the dying kingdom. But he never took any action against the infidel in the East. The only Crusade in which he took part was that of his brother, St. Louis, in 1270. St. Louis had intended it to go to Palestine; but Charles persuaded his brother to direct it, with his help, against the amiable and tolerant Emir of Tunis. It was not a success. St. Louis died in the course of it; and though the Emir paid Charles a large and useful indemnity to go away, Charles’s fleet was badly damaged by a storm when sailing home.

It is necessary to dwell a bit upon Charles of Anjou, as he provided the greatest threat to the Greeks arising out of this neo-Crusading spirit, calling for Crusades against the schismatics, justified as a necessary step before the original Crusade, the Crusade against the infidel, could be resumed. Very shortly before Charles’s conquest of Naples Byzantium had begun to re-establish authority in the Peloponnese with the acquisition of the three great fortresses of Mistra, Maina, and this historic city of Monemvasia - the result of a battle fought far way in Macedonia, at Pelagonia, which had resulted in the capture by the Byzantines of William II of Villehardouin, Prince of Achaea - he was hiding in a haystack in disguise but was recognized by his prominent teeth. The cession of the fortresses was the price of his release. Soon Byzantium was in control of Laconia; and this resurgence of schismatic power, slight though it was, alarmed the Latins both in Greek lands and in the West; and Charles saw himself as their protagonist. He did not trouble seriously to attack the Greeks in Laconia. He calculated that if he captured Constantinople the provinces would yield without resistance. He used the resources of his kingdom -southern Italy and Sicily were still prosperous in those days- to build up a strong army and a large fleet. He secured the alliance of Venice and the promise of Venetian ships. He had the blessing of the Papacy. He had, it is true, enemies in the West, the anti-Papal Ghibelline cities in Italy, but he had crushed all of them but Genoa. There were still members of the Hohenstaufen family living, including Manfred 's daughter Constance, now Queen of Aragon. But he did not think that Aragon would dare to challenge his power. Nothing was to prevent him in his Crusading duty of recapturing Constantinople for the Latins.

However, the first expedition that he planned had to be diverted to help his saintly brother on his Crusade, where his army was reduced by disease and (as I have said) his fleet damaged by a tempest. When next he was ready, the expedition was forbidden by Pope Gregory X after Michael VIII had submitted to the Papacy. But after Gregory’s death and the failure of the Emperor Michael to induce his people to accept religious union, the Papacy reverted to its former policy and gave Charles full support. By the end of 1281 his preparations were made for a great expedition against Constantinople, which would set out the following spring.

I have not the time to talk in detail about the great international conspiracy that was to save Constantinople. We can only note that its organiser was a Neopolitan, John of Procida, a doctor who had been employed by eminent men of all parties but who was himself loyal to the Hohenstaufen and had ended up as Chief Sectetary to King Peter of Aragon and his wife, Constance of Hohenstaufen. Later legend described how he toured round the Mediterranean world in disguise, collecting allies against Charles of Anjou. As he was in his seventies and was signing documents in Barcelona throughout those years, it is unlikely that he travelled far. But he certainly had trustworthy agents. The secrets of the great conspiracy are still not wholly revealed. We know that John was in close touch with the Emperor Michael VIII who was desperately afraid of Charles’s expedition; and the conspiracy was financed by Byzantine gold. He was in touch with the Genoese, who detested Charles; and he had the confidence of the Aragonese Court. Both he and Michael seem to have realized that Charles's weakest point was the island of Sicily. The Sicilians had always resented Charles’s rule; and to keep them in order he governed them through military garrisons of Frenchmen, men from his French dominions on whom he could rely but who were bitterly resented by the islanders.

Early in 1282 Charles’s great armada assembled in the Sicilian port of Messina, ready to sail in April against Constantinople. On Easter Monday, when a crowd was gathered outside a church for Vespers -30 March, seven hundred years ago- the bad behaviour of a French sergeant towards a married Sicilian woman sparked off a riot which led at once to a massacre of the French. Within a week all the Frenchmen on the island were dead or had fled, except at Messina; and it soon fell to the insurgents. Charles’s fleet was half destroyed and half scattered; and he soon found himself involved in a war against Aragon and Genoa, a war still waging when he died. The expedition against Constantinople had to be indefinitely postponed.

This massacre, known in history as the Sicilian Vespers, was of pivotal importance to the history of the Mediterranean world and above all to the history of the Greeks - and to the history of Hellenism. It foiled the last attempt to send a Crusade against the Orthodox in the East. Later Crusader theorists continued to talk of the necessity of bringing the Greeks into the Latin fold. When Philip IV of France talked of going on a Crusade in the East his advisers told him that he must conquer the Greeks first. But he had no intention of actually Crusading. Most theorists contented themselves by saying that the peaceable conversion of the Greeks must be achieved. Byzantium was left alone; and the Greeks in the Peloponnese had little more than local opposition to face in their task of recovering the whole peninsula.

It has been argued by some Western historians that if a strong Latin state had been established in Consantinople it might have been able to prevent the Turkish advance into Europe. But could a strong Latin state even have been established there? The story of the Latin Empire in the earlier thirteenth century hardly supports that view. Could Charles of Anjou's Mediterranean empire have been more effective? I doubt it. It would have been loathed by its subjects and its neighbours in the Balkans, and it would not have been able to count on the steady support from the West which would have been necessary to maintain it. The national kingdoms arising in the West were mainly interested in establishing and enlarging their own frontiers. They were not interested in Eastern Europe, even when the Turks became a real menace to all Europe. The Italian merchant cities who were interested in the East looked at things only in the perspective of immediate profit. And the Greek world had been mortally wounded.

The word "Crusade" now has a noble connotation. It is used to describe a brave struggle for a righteous cause. The actual history of the great Crusades in the East belies that interpretation. The Crusaders did indeed believe that they were carrying out God's will; but they were characterized by ignorance, intolerance and savagery. They set out to save Christendom; but to the Christians of the East they brought nothing but disaster. It can be said that Byzantium profited by the First Crusade, which did indeed help the Emperor to recover much of Anatolia more quickly than he could have managed alone. It is possible, too, to maintain that the existence of the Crusader states in the East served to divert Muslim attention from Constantinople. But the Second and Third Crusades did nothing for Byzantium except to create embarrassment and ill-will; and the Fourth Crusade dealt the Empire a wound from which full recovery was impossible. It is true that there were in fact no further Crusades specifically directed against the Greeks, the Sicilian Vespers having prevented what was planned to be a replica of the Fourth Crusade. Even though men from the West who fought against the Orthodox were promised by their religious authorities the same spiritual benefits as were ordained for those that fought against the infidel, in Greece itself relations between the lords of the Francocratia and their Greek neighbours were not always bad. There was social intercourse; there was often intermarriage. But in the background there was always the animosity created and encouraged by the religious authorities, an animosity felt especially by newcomers from the West, an animosity that was part of what the later Crusading spirit had become. All that is why, to me, "Crusade" is a dirty word.



Note

* Lecture given in Monemvasia on July 31, 1982. The author meant to revise it a little for publication.

Πηγή: http://www.myriobiblos.gr


Ἡ Ἑλληνικὴ γλώσσα - Τhe Greek language


Νικηφόρος Βρεττάκος - Nikiforos Vrettakos

Ἡ Ἑλληνικὴ γλώσσα - Τhe Greek language

Ὅταν κάποτε φύγω ἀπὸ τοῦτο τὸ φῶς
θὰ ἑλιχθῶ πρὸς τὰ πάνω ὅπως ἕνα
ρυακάκι ποὺ μουρμουρίζει.
Κι ἂν τυχὸν κάπου ἀνάμεσα
στοὺς γαλάζιους διαδρόμους
συναντήσω ἀγγέλους, θὰ τοὺς
μιλήσω ἑλληνικά, ἐπειδὴ
δὲν ξέρουνε γλῶσσες. Μιλᾶνε
μεταξὺ τους μὲ μουσική.



When
Ι sometime leave this light
Ι shall meander upwards like a
murmuring stream.
And if by chance somewhere among
the azure corridors
Ι meet with angels, Ι shall speak
to them in Greek, since
they do not know languages.
They
speak among themselves with music.

(translated by Marjorie Chambers)

Κυριακή 12 Ιουλίου 2009

Πνευματικές εμπειρικές συμβουλές γύρω από τους πειρασμούς και τις θλίψεις Advices on spiritual experiences with temptations and sorrows.




Πνευματικές εμπειρικές συμβουλές γύρω από τους πειρασμούς και τις θλίψεις

Του Αγίου Ισαάκ του Σύρου

* Όπως πλησιάζουν τα βλέφαρα το ένα το άλλο, έτσι και οι πειρασμοί είναι κοντά στους ανθρώπους. Και αυτό το οικονόμησε ο Θεός να είναι έτσι, με σοφία, για να έχουμε ωφέλεια. για να κρούεις δηλ. επίμονα, εξαιτίας των θλίψεων, τη θύρα του ελέους του Θεού και για να μπει μέσα στο νου σου, με το φόβο των θλιβερών πραγμάτων, ο σπόρος της μνήμης του Θεού, ώστε να πας κοντά του με τις δεήσεις, και να αγιασθεί η καρδιά σου με τη συνεχή ενθύμησή του. Και ενώ εσύ θα τον παρακαλείς, αυτός θα σε ακούσει...

* Ο πορευόμενος στο δρόμο του Θεού πρέπει να τον ευχαριστεί για όλες τις θλίψεις που τον βρίσκουν, και να κατηγορεί και να ατιμάζει τον αμελή εαυτό του, και να ξέρει ότι ο Κύριος, που τον αγαπά και τον φροντίζει, δε θα του παραχωρούσε τα λυπηρά, για να ξυπνήσει το νου του, αν δεν έδειχνε κάποια αμέλεια. Ακόμη μπορεί να επέτρεψε ο Θεός κάποια θλίψη, διότι ο άνθρωπος έχει υπερηφανευθεί, οπότε ας το καταλάβει και ας μην ταραχθεί κι ας βρίσκει την αιτία στον εαυτό του, ώστε το κακό να μη γίνει διπλό, δηλ. να υποφέρει και να μη θέλει να θεραπευθεί. Στο Θεό που είναι η πηγή της δικαιοσύνης, δεν υπάρχει αδικία. Αυτό να μην περάσει από το νου μας.

* Μην αποφεύγεις τις θλίψεις, διότι βοηθούμε νος απ' αυτές μαθαίνεις καλά την αλήθεια και την αγάπη του Θεού. Και μη φοβηθείς τους πειρασμούς, διότι μέσα από αυτούς βρίσκεις θησαυρό. Να προσεύχεσαι να μην εισέλθεις στους ψυχικούς πειρασμούς όσο για τους σωματικούς, να ετοιμάζεσαι να τους αντιμετωπίσεις με όλη τη δύναμή σου, γιατί χωρίς αυτούς δεν μπορείς να πλησιάσεις το Θεό. Μέσα σ' αυτούς εμπεριέχεται η θεία ανάπαυση. Όποιος αποφεύγει τους σωματικούς πειρασμούς, αποφεύγει την αρετή.

* Χωρίς πειρασμούς η πρόνοια του Θεού για τον άνθρωπο δε φανερώνεται, και είναι αδύνατο, χωρίς αυτούς, να αποκτήσεις παρρησία στο Θεό, και να μάθεις τη σοφία του αγίου Πνεύματος και, ακόμη, δε θα μπορέσει να στεριωθεί μέσα στην ψυχή σου ο θεϊκός πόθος. Προτού να έρθουν οι πειρασμοί, ο άνθρωπος προσεύχεται στο Θεό σαν ξένος. Από τότε όμως που θα εισέλθει σε πειρασμούς για την αγάπη του Θεού, και δεν αλλάξει γνώμη, έχει το Θεό, να πούμε, υποχρεωμένο απέναντί του, και ο Θεός τον λογαριάζει για γνήσιο φίλο του. Διότι πολέμησε και νίκησε τον εχθρό του, για να εκπληρώσει το θέλημα του Θεού.

* Ο Θεός δεν δίνει μεγάλο χάρισμα χωρίς να προηγηθεί μεγάλος πειρασμός γιατί ανάλογα με την σφοδρότητα των πειρασμών ορίσθηκαν τα χαρίσματα από τη σοφία του Θεού, την οποία όμως δεν καταλαβαίνουν συνήθως οι άνθρωποι. Από το μέγεθος των μεγάλων θλίψεων που σου στέλνει η πρόνοια του Θεού, καταλαβαίνεις πόση τιμή σου κάνει η μεγαλοσύνη του. Διότι ανάλογη με τη λύπη που δοκιμάζεις είναι και η παρηγοριά που δέχεσαι.

* Αν με ρωτήσεις ποια είναι η αιτία για όλα αυτά, σου απαντώ: Η αμέλεια σου. γιατί δε φρόντισες να βρεις τη γιατρειά τους. Η γιατρειά όλων αυτών είναι μία, και μ' αυτή ο άνθρωπος βρίσκει αμέσως στην ψυχή του την παρηγοριά που ποθεί. Και ποια λοιπόν είναι αυτή η γιατρειά; Είναι η ταπεινοφροσύνη της καρδιάς. Χωρίς αυτήν είναι αδύνατο να χαλάσεις το φράχτη των πειρασμών. απεναντίας μάλιστα βρίσκεις ότι οι πειρασμοί είναι ισχυρότεροι και σε εξουθενώνουν....

* Κατά το μέτρο της ταπεινοφροσύνης, σου δίνει ο Θεός και τη δύναμη να υπομένεις τις συμφορές σου. Και κατά το μέτρο της υπομονής σου, το βάρος των θλίψεών σου γίνεται ελαφρό και, έτσι, παρηγοριέσαι. Και όσο παρηγοριέσαι, τόσο η αγάπη σου προς το Θεό αυξάνει. Και όσο αγαπάς το Θεό, τόσο μεγαλώνει η χαρά που σου χαρίζει το άγιο Πνεύμα. Ο εύσπλαχνος Πατέρας μας, θέλοντας να βγάλει σε καλό τους πειρασμούς των πραγματικών του παιδιών, δεν τους παίρνει, παρά τους δίνει τη δύναμη να τους υπομείνουν. Όλα αυτά τα αγαθά (την παρη­γοριά, την αγάπη, τη χαρά) τη δέχονται οι αγωνιστές ως καρπό της υπομονής, για να φτάσουν οι ψυχές τους στην τελειότητα. Εύχομαι ο Χριστός και Θεός μας να μας αξιώσει με τη χάρη του να υπομένουμε την πίκρα των πειρασμών για την αγάπη του και με ευχαριστίες της καρδιάς μας. Αμήν.

* * *

* Οι άγιοι δείχνουν έμπρακτα την αγάπη τους στο Θεό με όσα υποφέρουν για το όνομά του, όταν δηλ. τους στέλνει στενοχώριες, χωρίς όμως να απομακρύνεται απ' αυτούς, γιατί τους αγαπά. Απ' αυτή την πάσχουσα αγάπη τους αποκτά η καρδιά τους παρρησία, ώστε να ατενίζουν προς αυτόν ελεύθερα και με την πεποίθηση ότι θα εισακουσθούν τα αιτήματά τους και θα εκπληρωθούν. Μεγάλη είναι η δύναμη της προσευχής που έχει παρρησία. Γι' αυτό αφήνει ο Θεός τους αγίους του να δοκιμάσουν κάθε λύπη, για να αποκτήσουν πείρα και να βεβαιωθούν για τη βοήθειά του και για το πόσο προνοεί και νοιάζεται γι' αυτούς. Έτσι, αποκτούν σοφία και σύνεση από τους πειρασμούς, για να μη γίνουν αμαθείς, καθώς θα τους λείπει η πνευματική άσκηση και στο καλό και στο κακό, και για να αποκτήσουν, από τη δοκιμασία τους, τη γνώση όλων των πραγμάτων που χρειάζονται. γιατί, αλλιώς, θα παρασυρθούν από άγνοια και θα γίνουν καταγέλαστοι από τους δαίμονες. Διότι, αν γυμνάζονταν μόνο στα καλά και δεν είχαν την εμπειρία της πάλης με το κακό, θα πήγαιναν στον πόλεμο εντελώς άπειροι....

* Ο άνθρωπος δεν μπορεί να γευθεί και να εκτιμήσει το καλό, αν προηγουμένως δε δοκιμάσει την πίκρα από τους πειρασμούς....

* Οι άνθρωποι τότε έρχονται σε αληθινή επίγνωση, όταν ο Θεός τους στερήσει τη δύναμή του και τους κάνει να συναισθανθούν την ανθρώπινη αδυναμία, και τη δυσκολία που προκαλούν οι πειρασμοί, και την πονηριά του εχθρού, και με ποιον αντίπαλο έχουν να παλέψουν, και πόσο ασθενής είναι η ανθρώπινη φύση τους, και πώς τους φυλάει η θεϊκή δύναμη, και πόσο προχώρησαν και προόδευσαν στην αρετή, και ότι χωρίς τη δύναμη του Θεού είναι ανίσχυροι μπροστά σε οποιοδήποτε πάθος. Κι αυτό το κάνει ο Θεός, για να αποκτήσουν, από όλες αυτές τις αρνητικές εμπειρίες, αληθινή ταπείνωση, και να πλησιάσουν κοντά του, και να περιμένουν τη βέβαιη βοήθειά του, και να προσεύχονται με υπομονή. Και όλα αυτά από που θα τα μάθουν, παρά από την πείρα των πολλών θλίψεων τις ο ποίες επιτρέπει ο Θεός και δοκιμάζουν; Αλλά και πίστη σταθερή αποκτά κανείς από τους πειρασμούς καθώς βεβαιώνεται για τη θεϊκή βοήθεια, που πολ λές φορές βρίσκει στον αγώνα του....

* Οι αγωνιστές, λοιπόν, πειράζονται για να αυξήσουν τον πνευματικό τους πλούτο. οι αμελείς, για να φυλαχθούν απ' ό, τι τους βλάπτει. οι κοιμισμένοι, για να ξυπνήσουν. οι απομακρυσμένοι, για να πλησιάσουν στο Θεό. και οι φίλοι του Θεού, για να εισέλθουν στον άγιο οίκο του με παρρησία. Ένας γιος, άβγαλτος στη ζωή, δεν μπορεί να διαχειρισθεί τον πλούτο του πατέρα του και να βοηθηθεί απ' αυτόν. Γι' αυτό λοιπόν, στην αρχή στέλνει δυσκολίες και βάσανα ο Θεός στα παιδιά του και, μετά, τους φανερώνει τι τους χαρίζει. Δόξα τω Θεώ που, με πικρά φάρμακα, μας χαρίζει την απόλαυση της πνευματικής υγείας.

* Είναι κανείς που δε στενοχωριέται και δεν κουράζεται, ενόσω γυμνάζεται; Και είναι κανείς, στον οποίο να μη φαίνεται πικρός ο καιρός, που πίνει το φαρμάκι των πειρασμών και των θλίψεων; Χωρίς, λοιπόν, να περάσει απ' αυτό το στάδιο δεν μπορεί να αποκτήσει ισχυρή κράση. Αλλά και η υπομονή στους πειρασμούς δεν είναι δική μας. Πώς μπορεί, αλήθεια, ο άνθρωπος, ένα πήλινο αγγείο, να βαστάζει μέσα του το νερό, αν δε το κάνει στέρεο η θεϊκή φωτιά; Αν σκύψουμε το κεφάλι, τότε ό, τι καλό και ωφέλιμο ζητήσουμε από το Θεό στην προσευχή μας με ταπείνωση, με διαρκή πόθο και με υπομονή, όλα θα μας τα δώσει.

* Όπως τα μικρά παιδιά τρομάζουν από τα φοβερά θεάματα, και τρέχουν και πιάνονται από τα φορέματα των γονέων τους, και ζητούν τη βοήθειά τους, έτσι και η ψυχή: όσο στενοχωριέται και θλίβεται από το φόβο των πειρασμών, προστρέχει και κολλάει στο Θεό, και τον παρακαλεί με ακατάπαυτες δεήσεις. Και όσο οι πειρασμοί πέφτουν επάνω της, ο ένας μετά τον άλλο, τόσο και παρακαλεί περισσότερο. Αλλά όταν σταματήσουν και ξαναβρεί την ανάπαυσή της, συνήθως χάνει την επαφή της με την πραγματικότητα και απομακρύνεται από το Θεό.

* Οι θλίψεις και οι κίνδυνοι θανατώνουν την ηδυπάθεια, ενώ η καλοπέραση και η αδιαφορία την τρέφουν. Γι' αυτό και ο Θεός και οι άγιοι Άγγελοι χαίρονται στις θλίψεις και στις στενοχώριες μας, ενώ ο διάβολος και οι συνεργάτες του χαίρονται όταν τεμπελιάζουμε και καλοπερνούμε.

* Άφησε λοιπόν τη φροντίδα σου στο Θεό, και σε όλες τις δυσκολίες σου κατάκρινε τον εαυτό σου, ότι εσύ ο ίδιος είσαι ο αίτιος για όλα...

* Όλες οι λυπηρές περιστάσεις και οι θλίψεις, αν δεν έχουμε υπομονή, μας διπλο-βασανίζουν. Για τί ο άνθρωπος με την υπομονή του διώχνει την πίκρα των συμφορών, ενώ η μικροψυχία γεννά την απελπισία της κόλασης. Η υπομονή είναι μητέρα της παρηγοριάς. είναι μια δύναμη ψυχική, που γεννιέται από την πλατιά καρδιά. Αυτή τη δύναμη ο άνθρωπος δύσκολα τη βρίσκει πάνω στις θλίψεις του, αν δεν έχει τη θεία χάρη, που την αποκτά με την επίμονη προσευχή και με δάκρυα.

* * *

Οσίου Μάρκου του Ασκητού

* Οι θλίψεις προξενούν στους ανθρώπους τα αγαθά, ενώ με την κενοδοξία και τις ηδονές προξενούνται τα κακά.

*
Οι κατηγορίες των ανθρώπων προξενούν λύπη στην καρδιά, γίνονται όμως αφορμή καθαρισμού σε αυτόν που υπομένει.

*
Εάν τυχόν ζημιώθηκες, κατηγορήθηκες και καταδιώχθηκες από κάποιον, μη σκέπτεσαι το πα­ρόν, αλλά βλέπε στο μέλλον. και τότε θα αντιληφθείς ότι αυτά σου έχουν προξενήσει πολλά καλά, όχι μόνο στην εδώ ζωή, αλλά και στην μέλλουσα και χωρίς τέλος....
*
Όπως στους αρρώστους είναι ωφέλιμα τα πι κρά φάρμακα, έτσι και στους κακότροπους ανθρώπους. άλλους τους οδηγούν οι δοκιμασίες σε υγεία ψυχής και άλλους ετοιμάζει η αρρώστια για μετάνοια.

*
Όλα τα θλιβερά που σου συμβαίνουν στην πρόσκαιρη αυτή ζωή να τα συγκρίνεις με τα αγαθά της αιώνιας ζωής και δε θα σε βρει ποτέ αμέλεια στον αγώνα αυτής της ζωής....

*
Αυτός που αποφεύγει θεληματικά τις θλίψεις, για την αλήθεια, θέλοντας και μη θα παιδευθεί σκληρά από την Θεία Πρόνοια.

*
Είναι μεγάλη αρετή η υπομονή στις διάφορες δοκιμασίες που θα μας έλθουν και παράλληλα η αγάπη σε εκείνους που μας μισούν....

*
Αρετή χωρίς θλίψη είναι αδόκιμος επειδή έγινε χωρίς στενοχώρια.

*
Στις θλίψεις επαναπαύεται ο Θεός, στις ανέσεις ο διάβολος που είναι ο αίτιος των κακών. Οι πειρασμοί πάντα ωφελούν αρκεί να τους υπομένουμε με καρτερία και με δοξολογία προς τον Θεό.

*
Να αποφεύγεις τον πειρασμό με την υπομονή και με την προσευχή. Και αν θέλεις να αντισταθείς στον πειρασμό χωρίς αυτές, ο πειρασμός θα έλθει σκληρότερος κατεπάνω σου.

* * *

Αρχιμ. Επιφανίου Θεοδωροπούλου †1989

* Γεγονότα που φαίνονται τώρα ως συμφορές, αργότερα αποδεικνύονται ευλογίες Θεού.

*
Εάν δεν υπήρχαν οι θλίψεις, δεν θα αναζητούσαμε τον Παράδεισο.

*
Τις θλίψεις πρέπει να τις δεχόμαστε όπως δεχόμαστε την ταλαιπωρία μιας χειρουργικής επεμ­βάσεως, προκειμένου να εξασφαλίσουμε την υγεία μας. Ο πόνος ταπεινώνει τον άνθρωπο. και όσο αυτός ταπεινώνεται, τόσο πλησιάζει τον Θεό.

*
Στις μεγάλες θλίψεις μόνο ο Θεός μπορεί να παρηγορήσει. Γι' αυτό, το καλύτερο είναι η προσευχή και όχι τόσο οι λόγοι παρηγοριάς.

* - Ερώτησις: Γέροντα, γιατί επιτρέπει ο Θεός να υποφέρουν από φρικτές αρρώστιες δίκαιοι και ενάρετοι άνθρωποι;

* - Απάντησις: Για να καθαρισθούν και από τα ελάχιστα ίχνη των παθών τους και για να πάρουν μεγαλύτερο στεφάνι στον ουρανό. Εξάλλου αφού στον Υιό Του τον αγαπητό επέτρεψε να υποφέρει και να πεθάνει επί του Σταυρού, τί να πούμε για τους ανθρώπους, οι οποίοι, όσο άγιοι κι αν είναι, έχουν ρύπους και κηλίδες από αμαρτίες;

* «Η μεγαλύτερη άσκησης είναι να υπομένουμε αγόγγυστα όλα όσα έρχονται επάνω μας μέσα σ' αυτή την κοιλάδα του κλαυθμώνος. Ο δε απομείνας εις τέλος, ούτος σωθήσεται».

* «Εάν υπομείνεις την θλίψη με μακροθυμία, μαρτυρείς την πιστότητά σου στον Χριστό, την αφοσίωσή σου στον Σωτήρα και την αγάπη σου σ' Αυτόν, ο Οποίος ανεστήθει εκ των νεκρών και μας καλεί πλησίον Του».

*
«Μην αφήνετε σε καμία περίπτωση την θλίψη να σας κυρίευση... Η κατάθλιψης είναι ο δήμιος που σκοτώνει την πνευματική ενεργητικότητα, που είναι αναγκαία για την υποδοχή του Αγίου Πνεύματος μέσα στην καρδιά. Ένας καταθλιμμένος άνθρωπος χάνει την δυνατότητα να προσεύχεται και είναι νεκρός για τους πνευματικούς αγώνες».

*
Με απόλυτη εμπιστοσύνη να αναφωνούμε και να ζούμε το «Εαυτούς και αλλήλους και πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα».

"Λυτρωτικά εφόδια για την σωστή αντιμετώπιση των θλίψεων"
Εκδόσεις «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»

The proper way to face sorrows.

Advices on spiritual experiences with temptations and sorrows.

By Saint Isaac the Syrian.

Just as the eyebrows approach each other, so are the temptations close to men. It was the economy of God to be so, with wisdom that we may receive benefit: namely, through knocking persistently, because of the sorrows, on the door of God's mercy and to enter into your mind, due to the fear of grievous events, the seed of memory of God, so that you may approach Him with supplications and your heart be sanctified through the continuous remembrance of Him. And while you ask Him, He will listen.

  • The person walking the road of God must thank Him for all the sorrows that he faces, and to accuse and dishonor his negligent self, and know that the Lord who loves and looks after him, would not have allowed the grievous things to happen to wake his mind up, if he had somehow not been negligent. God may have allowed some sorrow because man has become proud and consequently he should understand and let him not become disturbed but find the cause within himself, so that the affliction may not double up, namely suffer and not wish to be treated. "In God who is the source of justice there is no injustice". May we not think otherwise.
  • Do not avoid the sorrows, because being helped by them you learn the truth and love of God well. And do not fear the temptations (negative experiences) for through them you discover treasures. Pray that you may not enter into spiritual temptations, while for the bodily ones, prepare to face them with all your strength, for without them you cannot approach God. Through them comes the divine rest. Whoever avoids the bodily temptations avoids virtue.
  • Without temptations the providence of God for man does not manifest itself, and it is impossible without them to receive the boldness in God and learn the wisdom of the Holy Spirit and moreover, it will not be possible to anchor the divine love in your soul. Before the arrival of temptations, man prays to God as a stranger. From the moment however he enters into temptations for the love of God and does not change opinion, let's say, he has God duty bound towards him and God considers him a genuine friend. For he fought and conquered the enemy, to fulfill the will of God.
  • God does not grant any big grace without a big temptation preceding it, for according to the severity of the temptations the graces were ordained by the wisdom of God, which however men normally do not understand. By the measure of the great sorrows that the providence of God sends you, you understand the great value that His magnanimity grants you. For according to the sorrow you experience is the consolation you will receive.
  • If you ask me what is the reason for all these, I will answer you: your negligence, for you did not bother to find the cure. The cure of all of them is one, and with it man's soul finds immediately the consolation it longs for. But what is the cure? "It is the humility of the heart". Without it, it is impossible to destroy the fence of temptations, in the contrary in fact you will discover that the temptations become stronger and weaken you.....
  • According to the level of humility, God gives you the strength to endure calamities. And according to the measure of your patience, the weight of your sorrows becomes light and so you are consoled. And as you are consoled so does your love for God increases. And as much as you love God that much greater joy the Holy Spirit bestows on you. Our compassionate God wishing to bring the temptation of His true children to a good end, does not take but instead gives them the strength to endure. "All these gifts (consolation, love, joy) the strugglers acquire as fruit of their patience" for their souls to arrive at perfection. I wish our Christ and God to make us worthy through His grace to endure the bitterness of temptations for His love and with gratitude of our heart. Amen.
  • The saints show their love to God indeed, by their suffering in His name when for example He sends them sorrows without however distancing from them, for He loves them. Through this suffering love their heart obtains Boldness, so that they may approach Him freely and with conviction that their supplications will be heard and realized. The power of prayer that has boldness is great. That is why He allows His saints to experience every sorrow and acquire experience and be assured of His help and how much He provides and cares for them. This way they acquire wisdom and good sense from temptations, that they may not become negligent, that they may not lack spiritual asceticism on both good and bad, and thus receive through their trials, the knowledge of all things they would need. For otherwise they will be swept away by ignorance and will become the mockery of demons. For if they exercised only in the good things and had no experience of struggles with the evil, they would have gone to war totally unprepared...
  • Man cannot taste and value the good, if previously he did not experience the bitterness of the temptations...
  • Men come to the true knowledge, when God deprives them of His power and makes them to co-experience the human weakness and the difficulty that temptations cause, the cunningness of the enemy, and what adversary they have to fight and how much they have advanced and progressed in virtue and that without the power of God they are weak towards any passion. God does this, that they may receive from all these negative experiences, true humility and to approach close to Him and wait for His certain help and to pray with patience. So where could they learn all these but through the experience of many sorrows which He allows for them to experience? For this way one acquires stable faith through these sorrows while he is assured of the divine help that he many times receives during his struggles.
  • The strugglers therefore, are tempted that they may increase their spiritual wealth, the negligent though to protect themselves from whatever hurts them, the slumberous that they may be awakened, the distant ones that they may approach God and the friends of God that they may enter His Holy Abode with boldness. A son inexperienced in life cannot manage the wealth of his father and help him. For this, in the beginning God sends difficulties and hardships to His children and then He reveals His gifts. Like little children become frightened of scary sights and run, grabbing at their dress of their parents and ask for their help, so does the soul; the more upset and saddened by the fear of temptation the more it runs and clings on God and begs Him with unceasing supplications. And as temptations fall on it, one after the other, that much more it prays. However, when they stop and it recovers its comforts, normally it loses touch with reality and distances from God.
  • The sorrows and dangers kill sensuality, while good times and indifference feed it. For this both God and the holy Angels are joyful in our sorrows, while the devil and his accomplices are joyful when we are lazy and have a good time.
  • Leave your cares to God and in all your difficulties judge yourself, for you, yourself is the cause for all ...
  • All the sad occasions and sorrows will torment us doubly if we have no patience. For with patience man turns away the bitterness of afflictions, while pusillanimity gives birth to the despair of hell. Patience is the mother of consolation; it is spiritual power that is born of a broad heart. It is difficult for man to find this power during sorrows, if he does not have the divine grace, which he acquires through persistent prayers and with tears.

Saint Mark the Ascetic

  • Sorrows bring good returns to man, while vanity and pleasures bring evil things.
  • The accusations of people cause sadness in the heart but they become the reason for determination to him who persists.
  • If by chance you were harmed, accused and persecuted by someone, do not think of the present but look at the future. You will then perceive that these have brought forth good, not only in this life but also in the future one and without end...
  • As bitter medicines are beneficial to sick men, so too they are for the bad people of whom some are led to a healthy soul and others, sickness prepares them for repentance.
  • All sorrows that happen in this temporary life compare them with the goods of the eternal life and you shall not be found negligent in the struggle of this life...
  • He who consciously avoids sorrows, for the truth, whether willingly or unwillingly will suffer greatly by the Divine Providence.
  • Patience is a great virtue during the various trials that will come to us and in parallel our love to those that hate us ...
  • Virtue without sorrow is untested because it is born of no sorrows.
  • In sorrows God rests, in comforts the devil, who is the cause of all evil. Temptations are always beneficial, suffice we endure them with fortitude and praises to God.
  • Avoid temptations with patience and prayer. If you wish to confront a temptation without these, it will come back at you much stronger.

Archimandrite Epiphanios Theodoropoulos +1989

  • Events that now appear as calamities, later prove God's blessings.
  • If there were no sorrows we would not seek paradise.
  • We should accept sorrows like we accept the suffering of a surgery in order to regain our health. Hardship humbles man and the more he becomes humble, the closer he approaches God.
  • In the great sorrows only God can console us. For this, the best thing is prayer and not so much words of consolation.
  • Question: Elder, why does God allow just and virtuous men to suffer horrible sicknesses?
  • Answer : That they may be cleansed from even the slightest traces of passions and that they may receive a greater crown in heaven. Besides, since He allowed His beloved Son to suffer and die upon the Cross, what can we say about people, who, no matter how saintly the may be, they bear filth and stains from sin?
  • "The greatest asceticism is to bear without groaning whatever comes our way in this valley of tears. He who persists to the end is saved.
  • "If you suffer sorrows with forbearance, you testify of your loyalty to Christ, your devotion to the Saviour and your love for Him, who was resurrected from the dead and calls us to approach Him".
  • "Under no circumstances allow any sorrow to overwhelm you. Depression is the executioner that deadens the spiritual effort which is necessary for the acquisition of the Holy Spirit in the heart. A depressed man loses the capacity to pray and is dead for the spiritual struggles".
  • With complete trust let us cry out and live the "We commit ourselves and each other and all our lives in Christ God.

"Salvific supplies for the proper confrontation of sorrows"
By "Orthodox Kypseli" Publications.